Έθνος και γλώσσα (της Έλλης Σκοπετέα)

Έ

Η σχέση έθνους και γλώσσας είναι δύσκολο να περιγραφεί με τρόπο που να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς μεταξύ των δύο. Ο κατάλογος των εθνών, κατά τα φαινόμενα ανοιχτός ακόμα, μας φέρνει αντιμέτωπους με μια χαώδη εικόνα που, από μόνη της, διαψεύδει την τρέχουσα αντίληψη περί της προνομιακής θέσης της γλώσσας ως “αντικειμενικού κριτηρίου” του έθνους (Hobsbawm 1994, 76-92). Κανένα έθνος δεν αποβλέπει εκ των προτέρων στη μονοπώληση μιας γλώσσας, μάλιστα η γλώσσα της αρχικής επιλογής του μπορεί ωραιότατα να αντικατασταθεί από κάποιαν άλλη· και, από την άλλη μεριά, καμιά γλώσσα δεν τάχθηκε “από τη φύση της” να υπηρετήσει ένα και μόνον έθνος, καθώς, όσο αρχαία και να είναι, οπωσδήποτε δεν γεννήθηκε ως “εθνική γλώσσα”. Υπάρχουν έθνη, καθ’όλα άξια του ονόματος, που μοιράζονται την ίδια γλώσσα με άλλα, ακόμα κι αν η γλώσσα αυτή τυχαίνει να είναι η γλώσσα ενός παλιού δυνάστη τους· και υπάρχουν έθνη που είναι, αντίθετα, πολύγλωσσα, και ανάγουν την ίδια την πολυγλωσσία σε στοιχείο της ταυτότητάς τους. Ακόμα και η απλούστερη εκδοχή της σχέσης -“κάθε έθνος κι η γλώσσα του” -, που αφορά μικρό μόνο ποσοστό των αναγνωρισμένων ή επίδοξων εθνών, παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία: ανάμεσα στα δύο άκρα -από τα έθνη που βρίσκουν έτοιμη μια γλώσσα ως τα έθνη που την επινοούν εκ του μη όντος-, τα περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς είναι μεγάλα. Επισκευές, εξωραϊσμοί, εκκαθαρίσεις, γέφυρες που στήνονται ή που γκρεμίζονται, πάσης φύσεως ειρηνικές ή βίαιες επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης και της καλλιέργειας της γλωσσολογίας ως “εθνικής επιστήμης”, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Το τελικό προϊόν, η “εθνική γλώσσα”, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απολύτως “φυσικό”· και χρησιμοποιείται μεν -σαν οιαδήποτε γλώσσα- ως εργαλείο επικοινωνίας (μεταξύ “ομοεθνών”), ο ρόλος της όμως δεν εξαντλείται εδώ, καθώς το γεγονός, ακριβώς, ότι είναι “εθνική” αντιστρατεύεται την εργαλειακή της χρήση.

Αυτή η “απλούστερη εκδοχή” της σχέσης έθνους και γλώσσας -η επιδίωξη, δηλαδή, της πλήρους σύμπτωσης των δύο- δεν φαίνεται λοιπόν και πολύ απλή. Από μιαν άποψη είναι μάλιστα η πιο περίπλοκη, όχι μόνον επειδή εν πολλοίς ευθύνεται για τη μυθοποίηση της σχέσης, αλλά κυρίως επειδή απαντά εκεί όπου έλκουν τις ρίζες τους ο ίδιος ο εθνικισμός και η υλική του έκφραση, το έθνος-κράτος στη δυτική Ευρώπη των νεότερων χρόνων και στις περιοχές της άμεσης επιρροής της. Η σημερινή ποικιλία των συνδυασμών σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να υποδηλώσει αποδέσμευση των εθνών από το δυτικό πρότυπο στη “μεταμοντέρνα” εποχή μας, περιπτώσεις όμως όπως της Βοσνίας, η αυτονόμηση της οποίας συνοδεύτηκε από τη γέννηση μιας ανύπαρκτης ως χθες “βοσνιακής” γλώσσας, επιβεβαιώνουν τη δύναμή του.

Ας μη σπεύσουμε, από την άλλη μεριά, να φανταστούμε ένα “δυτικό πρότυπο” σχέσης έθνους και γλώσσας. Από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, βέβαια, προέκυψε η χαρακτηριστική, οικεία σύγχυση μεταξύ των ορίων τους, η ταύτιση της γλώσσας με το “πνεύμα” ή την “ιδιοφυία” του λαού που την ομιλεί. Το μήνυμα, όμως, ελήφθη από κοινωνίες που βρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές στιγμές της ιστορίας τους, μέσα στην ίδια την Ευρώπη· και είναι ασφαλώς δύσκολο να εντάξουμε σε κοινά συμφραζόμενα παραδείγματα τόσο ανόμοια μεταξύ τους: ‘Eχουμε, πρώτον, την κατά κάποιον τρόπο απροσχεδίαστη, οπωσδήποτε μακραίωνη, διαμόρφωση μιας κοινής, που το έθνος-κράτος χρησιμοποιεί για να συνεννοείται με τους πολίτες του (Γαλλία, Βρετανία· Αnderson 1997, 75-77)· έχουμε τη μεθοδευμένη -και πιο γρήγορη- συγκρότηση μιας “άστεγης” κοινής, που προηγείται του έθνους-κράτους (Ιταλία, Γερμανία)· και έχουμε, τέλος, τα πάσης φύσεως “γλωσσικά ζητήματα” που αναφύονται στις παρυφές της Ευρώπης και αναδεικνύουν την οικοδομούμενη κοινή σε μήλον της έριδος και μείζον “εθνικό θέμα” (Ελλάδα, Σερβία· βλ. Τριανταφυλλίδης [1938] 1993, 86-96· Σκοπετέα 1988, 397-403). Ωστόσο, η “κατασκευή”, ακριβώς, μιας γενικώς αποδεκτής κοινής -έστω και αν αυτή αποδειχθεί προσωρινή λύση-, η άμεση ή έμμεση σχέση της με τις ανάγκες του έθνους-κράτους, η υποχρεωτική της εκμάθηση από τους πολίτες του, η ιδιαίτερη στοργή ή καμάρι που ο κάθε ενδιαφερόμενος λαός αισθάνεται απέναντι στη “δική του” γλώσσα (όπως άλλωστε και απέναντι στο έθνος του), θα μπορούσαν να επισημανθούν ως αναγνωρίσιμες ομοιότητες ανάμεσα στις πολλές διαφορές: Στοιχεία που θεωρούνται πλέον παγκοσμίως τόσο φυσικά, ώστε η απώτερη δυτική τους προέλευση να τίθεται, επιθετικά κιόλας, υπό αμφισβήτηση.

Από τα παραπάνω “δυτικά” παραδείγματα, τα “γλωσσικά ζητήματα” (υπόθεση, βασικά, του 19ου αιώνα) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κι αυτό επειδή κατά κανόνα συνδέονται με διαφορετικές περί του έθνους αντιλήψεις. Ποια θα είναι η γλώσσα που θα επικρατήσει; Η γλώσσα του “λαού”, που είναι τι; Η γλώσσα μιας λόγιας κάστας, που ποια περιθώρια αυθαιρεσίας διαθέτει; Και στις δύο περιπτώσεις, η νεόκοπη “εθνική γλωσσολογία” (είτε έχει είτε δεν έχει επίγνωση του πράγματος), σε στενή συνεργασία με τη φιλολογία, αυτοεξουσιοδοτείται να γνωμοδοτήσει, να αποφασίσει στην πραγματικότητα τί είναι λαός, τί είναι έθνος· και, το κυριότερο, να φτιάξει μια γλώσσα σύγχρονη, τη γλώσσα του έθνους-κράτους, που να προβλέπει χώρο για έννοιες εξ ορισμού απούσες από τη γλώσσα του “λαού”.

Ο τρόπος με τον οποίο λύθηκε το πρόβλημα στη Σερβία είναι διαφωτιστικός. Εκεί ύστερα από μακρούς και σφοδρούς αγώνες υπερίσχυσε η επιλογή του Βουκ Κάρατζιτς (στηριγμένη κατά μεγάλο μέρος στο ιδίωμα του χωριού του). Ηττήθηκε η λόγια λύση η “σερβοσλαβική” γλώσσα, γόνος της εκκλησιαστικής σλαβικής. Και οι δύο γλώσσες ήταν “προεθνικές”, πράγμα που σημαίνει ότι και οι δύο έπρεπε να υποβληθούν σε έναν αναγκαίο “εκσυγχρονισμό”. Η λύση Κάρατζιτς συνεπαγόταν μαζικούς δανεισμούς από δυτικές γλώσσες για να αντιμετωπιστεί η πενία, σε αφηρημένες τουλάχιστον έννοιες, της δημώδους. ‘Aφησε όμως τη σφραγίδα της και στην εξέλιξη του ίδιου του σερβικού εθνικισμού, ή τουλάχιστον στη χαρακτηριστική σερβική ροπή προς τον λαϊκισμό και στην -ντόπια επίσης- εικόνα του “χωριάτικου” και εσωστρεφούς σερβικού έθνους.

‘Aλλη η ελληνική περίπτωση, όπου η καθαρεύουσα, τεχνητή γλώσσα που θεωρούνταν επί δεκαετίες και από σοβαρούς ανθρώπους ετεροχρονισμένος πρόγονος της αρχαίας ελληνικής, έμεινε χωρίς αντιπάλους κατά το μεγαλύτερο κομμάτι του 19ου αιώνα, και επωμίστηκε εξ ολοκλήρου το “εκσυγχρονιστικό” έργο, επιστρατεύοντας φυσικά γι’ αυτό την αρχαία, αλλά και νεολογίζοντας με αρκετή δόση φαντασίας κάποτε. Οι δημοτικιστές, που ανήγαγαν την υπόθεση της γλώσσας στην κατεξοχήν Ιδέα του έθνους, αγνόησαν παντελώς αυτή την πλευρά της καθαρεύουσας και ξεκίνησαν την ίδια δουλειά από την αρχή, αλλά αμέθοδα και σπασμωδικά. Δημοτική και καθαρεύουσα, από την άλλη μεριά, συνέπλευσαν αρμονικότατα -χωρίς καμιά τους να ενδιαφερθεί να το αναγνωρίσει- στο ζήτημα της συνέχειας του ελληνικού έθνους ή στην εξελληνιστική πολιτική των αλλογλώσσων της Βαλκανικής.

Το τελευταίο αυτό σημείο θα πρέπει να τονιστεί και για έναν άλλο λόγο, άσχετο από τη διαμάχη καθαρεύουσας-δημοτικής Επειδή μας βοηθάει να αντιληφθούμε τη συνύπαρξη, στον ελληνικό εθνικισμό, δύο προφανώς αντικρουόμενων απόψεων για τη σχέση έθνους και γλώσσας. Η μία, η απορρέουσα από τον ρομαντισμό, ταυτίζει έθνος και γλώσσα, εντοπίζει στη γλώσσα την ίδια την “εθνικήν ύπαρξιν”, και τη συναντάμε συνεχώς από τα χρόνια του “ελληνικού διαφωτισμού” ως και τον 20ό αιώνα. Προς τα τέλη, όμως του 19ου αιώνα, όταν οι βαλκανικοί εθνικισμοί αλληλοσπαράσσονται διεκδικώντας τους ίδιους πληθυσμούς, οι ‘Eλληνες αρχίζουν να αποκαθηλώνουν τη γλώσσα από την περιωπή του κεντρικού συστατικού στοιχείου του έθνους και να προβάλλουν στη θέση της την πολύ πιο εύπλαστη έννοια της “εθνικής συνειδήσεως”,ώστε να μπορέσουν να συμπεριληφθούν στους κόλπους του ελληνικού έθνους και σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι, βλαχόφωνοι κλπ. Το ότι αυτή η άποψη κατά κανέναν τρόπο δεν καταργεί την αντίθετή της (οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν αμέριμνα να ασπάζονται και τις δύο) κάτι δηλώνει για το ιδεολογικώς πολύ βεβαρημένο περιεχόμενο της σχέσης έθνους και γλώσσας.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό