Σεούλ. Η σύνοδος των G20: ανταγωνισμοί και συναινέσεις
Η πολιτική παγκοσμιοποίηση προχωρά

Σ

Εν μέσω ενός εμπορικού και νομισματικού πολέμου, που συνεχώς διευρύνεται, πραγματοποιήθηκε η σύνοδος κορυφής των G20 στη Σεούλ της Ν. Κορέας.
Η σύνοδος σκιάστηκε από την απόφαση της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED) να αγοράσει τίτλους του αμερικανικού δημοσίου ύψους 600 δις δολαρίων. Είναι η δεύτερη φορά που επιχειρείται, μέσω της χορήγησης ρευστότητας, (ανάλογο πρόγραμμα το 2009 ύψους 1,7 τρις δολαρίων), η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Συνακόλουθο αυτής της κίνησης ήταν υποτίμηση του δολαρίου έναντι όλων των ανταγωνιστικών νομισμάτων, πράγμα που διατάραξε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και θεωρήθηκε καλυμμένος εμπορικός πόλεμος, (αφού ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της), ενάντια στους υπολοίπους της ομάδας των 20. Οι ΗΠΑ έχουν το προνόμιο ακόμη, να αποτελεί το δολάριο το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα και ταυτόχρονα να το διαχειρίζονται οι ίδιοι, κι αυτό σήμερα αρχίζει και αμφισβητείται, κυρίως από την Κίνα. Ένα νέο νομισματικό σύστημα (απόρροια του νέου πολυπολικού κόσμου)  αργά ή γρήγορα θα τεθεί στην ατζέντα.
Η  απόφαση της FED προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, από την Γερμανία, την Κίνα, την Βραζιλία αλλά και τις λεγόμενες “ασιατικές τίγρεις”. Η Γερμανία επικρίνει τις ΗΠΑ ότι με την πολιτική της “ποσοτικής χαλάρωσης” και του “φθηνού χρήματος” ανοίγει το δρόμο για την επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση. Η Κίνα προειδοποιεί επίσης για νέα κρίση αφού δεν επιβάλλονται περιορισμοί στη κυκλοφορία του δολαρίου. Οι αναδυόμενες οικονομίες (Βραζιλία, Ασιατικές χώρες) φοβούνται ότι η πολιτική υποτίμησης του δολαρίου, και με τα μηδενικά σχεδόν επιτόκια των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, θα δημιουργηθούν τάσεις αναζήτησης υψηλότερων αποδόσεων του δολαρίου. Αυτή η εξέλιξη εκτιμούν ότι θα οδηγήσει σε εισροές κεφαλαίων προς αυτές, με τα υψηλά επιτόκια να καθιστούν ελκυστικά τα ομόλογα τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ανατιμητικές τάσεις των νομισμάτων τους, και χρηματοπιστωτικές φούσκες. Ήδη λαμβάνουν αντισταθμιστικά μέτρα για έλεγχο της ροής κεφαλαίων και με την προτροπή της Παγκόσμιας Τράπεζας, (η Βραζιλία ήδη επιβάλει φόρο 6% σε ξένους που επενδύουν στα ομόλογα της), φοβούμενες επανάληψη της ασιατικής νομισματικής κρίσης του 1997-98.
Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους επικρίνουν Γερμανία και Κίνα για καθήλωση της παγκόσμιας ζήτησης και αθέμιτο ανταγωνισμό. Η μεν Κίνα κατηγορείται κυρίως για τη χειραγώγηση του γουάν (τεχνητή υποτίμηση) . Η δε Γερμανία γιατί ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της μειώνοντας το κόστος εργασίας, και ασκώντας γενικότερα περιοριστικές πολιτικές στο εσωτερικό της,  αντί να ανακυκλώνει τα πλεονάσματα της, ώστε να δοθεί ώθηση στην παγκόσμια οικονομία.
Οι ΗΠΑ (με ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο τους) προσήλθαν στη σύνοδο των G20 στη Σεούλ επαναφέροντας μια παλιά ιδέα του Τζον Μέιναρντ Κέινς που οι ίδιες την επαύριο του Β’ παγκοσμίου πολέμου είχαν απορρίψει. Την πρόταση να τεθούν αριθμητικοί στόχοι (περιορισμοί) για τα πλεονάσματα και ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, ώστε να μην ξεπερνούν αυτά το 4% του ΑΕΠ της κάθε χώρας. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αυτή η πρόταση, από Κίνα και Γερμανία αφού αυτές κυρίως στοχοποιεί λόγω των υψηλών εμπορικών πλεονασμάτων τους. Η Κίνα μάλιστα χαρακτήρισε  την πρόταση ως μέτρο που θυμίζει εποχές σχεδιασμένης οικονομίας (!).
Όμως οι νομισματικοί και εμπορικοί  ανταγωνισμοί, αποτελούν τη μια πλευρά των παγκόσμιων σχέσεων. Παρ’ όλες τις διαφωνίες για τις πολιτικές εξόδου από την κρίση, τις αντιφάσεις, τους εθνικούς προστατευτισμούς, οι διεργασίες της παγκόσμιας διακυβέρνησης προχωρούν, μέσα από συναινέσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αυτές βέβαια δεν αποτυπώνονται ακριβώς, στις συνόδους των G20, ο χαρακτήρας των οποίων είναι διαβουλευτικός και μη δεσμευτικός. Εκφράζονται όμως ως κλίμα, ως στάση χάραξης κοινής πορείας παρά τις διαφωνίες.
Παράλληλα οι εσωτερικές ισορροπίες στο εσωτερικό των G20 τροποποιούνται. Στις ΗΠΑ παρά την τεράστια προσπάθεια εξόδου από την ύφεση, διαφαίνεται στην καλύτερη περίπτωση στασιμότητα, γεγονός που χρεώνεται στο Δημοκρατικό κόμμα (στις ενδιάμεσες εκλογές), όσο και στον ίδιο τον Ομπάμα, η δυναμική του οποίου υποχωρεί εντυπωσιακά. Ενώ από την άλλη οι αναδυόμενες οικονομίες παρουσιάζουν ανάπτυξη, γεγονός που τις αναβαθμίζει, και τις καθιστά απαιτητικούς παίχτες στους παγκόσμιους συσχετισμούς. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, της μετατόπισης της οικονομικής ισχύος στις αναδυόμενες χώρες, οι 20 προχώρησαν, με συναίνεση όλων, σε μεταρρύθμιση του ΔΝΤ. Πρόκειται για ένα τεράστιο πακέτο που διπλασιάζει τα κεφάλαια του Ταμείου προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα ισχυρό δίκτυ ασφαλείας, ακόμη και για τις εύρυθμες οικονομίες αν το χρειαστούν. Παράλληλα, τροποποιεί εν μέρει, τη δύναμη (σε ψήφους) μεταξύ των μελών του. Έτσι θα μεταφερθεί ένα 6% των δικαιωμάτων των πλουσίων χωρών στις αναδυόμενες. Η Κίνα θα γίνει το τρίτο μεγαλύτερο μέλος του ΔΝΤ. Εξασφαλίζεται ακόμη μεγαλύτερη εκπροσώπηση των  αναδυομένων στο εκτελεστικό συμβούλιο. Η Ευρώπη θα εγκαταλείψει 2 έδρες από τις 9 που καταλαμβάνει. Υπενθυμίζεται ότι  οι ΗΠΑ έχουν τα μεγαλύτερα δικαιώματα ψήφου τα οποία και διατηρούν.
Ζούμε μια νέα πραγματικότητα. Η ανθρωπότητα έχει πλέον περάσει σε συνθήκες πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Ένα νέο διεθνοποιημένο πλέγμα εξουσίας διαμορφώνεται και γεννά έναν παγκόσμιο ολοκληρωτισμό. Οι νέες πολιτικές προκλήσεις θέτουν την αναγκαιότητα της ανάδειξης ενός οικουμενικού κινήματος, ικανού να αντισταθμίσει τους αρνητικούς παγκόσμιους συσχετισμούς.

Θανάσης Τρυψάνης
26-11-2010

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό