Ο φόβος της Ιστορίας

Ο

Το βιβλίο της Ρένας Σταυρίδη-Πατρικίου «Οι φόβοι ενός αιώνα», που εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2008, και που διάβασα πρόσφατα,  αποτελεί, κατά την γνώμη μου, μία αξιόλογη  κατάθεση-συμβολή στη μελέτη και στην γνώση της ιστορίας μας. «Πολύτιμο εγχειρίδιο ιστορικής γνώσης και αυτογνωσίας» το χαρακτηρίζει ο Δ. Μαρωνίτης σε άρθρο του στο «ΒΗΜΑ».
Όπως ορίζει η συγγραφέας στην εισαγωγή, «Η εργασία αυτή έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση των κυριότερων φόβων που κατέλαβαν την Ελληνική κοινωνία στην πορεία της προς την ολοκλήρωση μιας εθνικής ταυτότητας».
Η συμπερίληψη των “Φόβων”, της ψυχολογικής-συναισθηματικής, δηλαδή διάστασης στην εξέταση των ιστορικών γεγονότων, αποτελεί ένα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου, και το καθιστά “ζωντανό”, εργαλείο αυτογνωσίας στον κάθε αναγνώστη.
Φωτίζει διαφορετικά κάποια σημεία της ιστορικής πορείας ενός αιώνα και συμβάλει  στην κατανόηση των στοιχείων και των στοιχειών που καθόρισαν την ταυτότητα του Νεοέλληνα.
Αποφεύγω να συνοψίσω το περιεχόμενο του βιβλίου, λόγω της ευρύτητας  και του ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει. Παραθέτω όμως, ενδεικτικά, αποσπάσματα της εισαγωγής του.

“Κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια του 19ου αιώνα η ελληνική κοινωνία οικοδομούσε την ισχύ της ταυτότητας της βασισμένη σε στοιχεία πολύ στέρεα -κυρίως την Ορθοδοξία, την Ιστορία και τη γλώσσα- και ανησυχούσε βαθύτατα μπροστά σε κάθε ενέργεια που θεωρούσε ότι τα απειλεί.”

“..όσο η πληθυσμιακή και εδαφική ολοκλήρωση εδραιώνονταν και όσο η συνείδηση της εθνικής ενότητας ισχυροποιούνταν, τόσο μεγάλωναν οι φόβοι μήπως η ενότητα αυτή διαρραγεί.”

“Το πλέγμα των ιδεών που όριζαν την ελληνική συνείδηση περιλάμβανε και την αρχαιότητα και τη μνήμη του Βυζαντίου και το εθνικό κράτος και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Η όλη διαδικασία της αναζήτησης της ιστορικής συνέχειας είχε πια εξασφαλίσει μια ισορροπία. Ωστόσο οι έννοιες που συνέθεταν αυτή την ισορροπία παρέμεναν πάντα αντίθετες μεταξύ τους, και έτσι αρκούσε μια κρίσιμη συγκυρία, μια ανατροπή κοινωνική, πολιτική ή οικονομική, ώστε, μέσα στη δυναμική της σύγκρουσης ανάμεσα στις νεωτερικές πιέσεις και στις κοινωνικές αντιστάσεις, ορισμένες από τις έννοιες αυτές να γίνονται στερεότυπα και πολλές φορές να μετατρέπονται σε φόβητρα.
Μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν κατέληξαν σε στερεότυπα μεταξύ άλλων, η δυσπιστία και ο φόβος απέναντι στη Δύση -αυτή την «αντίπαλο» της Ορθοδοξίας-, η δυσπιστία και ο φόβος απέναντι στους λογίους -αυτούς τους «αντιπάλους» του λαού-, η δυσπιστία και ο φόβος απέναντι στον κοινοβουλευτισμό – αυτό το «αντίπαλο» σύστημα στις παραδοσιακές δομές της ελληνικής κοινωνίας. Ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο η πεποίθηση ότι ο ελληνισμός έχει πλήρη αυτάρκεια και ότι του φτάνουν οι ενδογενείς δυνάμεις για να αναπτυχθεί.”

Και όσον αφορά την στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην Ιστορία της, αναφέρει μεταξύ άλλων.

“Η ανάπτυξη των ιστοριογραφικών ρευμάτων, καθώς και των βασικών ερωτημάτων που έθεταν, συμβάδισε με τις πολιτικές και τις κοινωνικές εξελίξεις, και επηρεάστηκε βαθιά από τις συλλογικές αυτές ανησυχίες. Δημιουργήθηκε έτσι μια ιδιαίτερη σχέση -πολλές φορές παθολογική— ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και τη μελέτη της ιστορίας της. Μπορούμε, νομίζω, να μιλήσουμε για φόβο της Ιστορίας και να εντάξουμε και αυτή τη στάση  στο σύστημα συμπεριφορών που έχουν κύριο χαρακτηριστικό την αγωνία μήπως κάποια απομάκρυνση από τα καθιερωμένα αποβεί βλαβερή για την εθνική συνοχή..” “..η ελληνική κοινωνία έζησε πολλές δεκαετίες με το φόβο της Ιστορίας, μη δυνάμενη, ίσως και μη θέλοντας, να αντιληφθεί πως μόνο η γνώση της Ιστορίας μπορεί να μας απαλλάξει από τους φόβους.”

Και άρα να οδηγήσει σε μεγαλύτερο βαθμό αυτογνωσίας και ελευθερίας.

Στον εξίσου περιεκτικό επίλογο του βιβλίου, που τιτλοφορείται “Ο Ιστορικός: Οι περιπέτειες του όρου και της ιδιότητας”, γίνεται φανερό στον αναγνώστη, πώς ένα ιστορικό βιβλίο μπορεί να γίνει τόσο ενδιαφέρον    στο περιεχόμενο, και τόσο γοητευτικό στην αφήγηση. Συνεπής ως προς τον τρόπο που έγραψε την ιστορία “της”, η συγγραφέας, υπερασπίζεται την συνεργασία της έρευνας με την φαντασία στην ανασύσταση των ιστορικών φαινομένων.

“Η δραστηριότητα αυτή(η ιστοριογραφία) έχει δύο πτυχές: την έρευνα και την αφήγηση. Με τον όρο αφήγηση δεν εννοώ το πολυσυζητημένο θέμα της γλώσσας με την οποία εκφέρεται το ιστορικό κείμενο και της επίδρασης που έχει αυτή η διαδικασία στην αναπαράσταση του ιστορικού φαινομένου. Όταν λέω αφήγηση, εννοώ τη διά της γραφής ή του προφορικού λόγου δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έρευνας. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε μ’ ένα επάγγελμα που το αντικείμενο του μετέχει και της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Γιατί η γραφή θέλει φαντασία. Αλλά μόνον όταν η φαντασία αυτή συνδεθεί γερά με την έρευνα, μπορεί να γίνει η ανασύσταση του ιστορικού φαινομένου κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το επιστημονικό και πολιτικό ζητούμενο, δηλαδή την αυτογνωσία.”

Αυτοκριτικά και απλά, επίσης, αναφέρει στον επίλογο..
“Σήμερα δεχόμαστε ότι η ιστορία, πέρα από όλα, είναι πρόβλημα. Ένα πρόβλημα για το οποίο δεν υπάρχει μόνο μία λύση. Άρα το θέμα για τον επαγγελματία ιστορικό σήμερα δεν είναι ούτε να απολογηθεί ούτε να δικαιώσει ούτε καν να εξηγήσει, αλλά να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει ποτέ μία εξήγηση. Δεν αναζητά πλέον την Αλήθεια με Α κεφαλαίο κι έχει εγκαταλείψει το απατηλό κυνήγι της αντικειμενικότητας. Γνωρίζει ότι η αλήθεια των μαρτυριών δεν είναι παρά η αλήθεια του μάρτυρα. Και γι’ αυτό, όσο ποτέ, δένεται με την έρευνα. Αυτό είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η τεχνική και η ηθική του ιστορικού..”

Δυόμισι χρόνια μετά την έκδοσή του, θύμα ίσως και αυτό του “φόβου της ουσίας”, το βιβλίο δεν έτυχε της αποδοχής που του αντιστοιχεί.
Ακόμη και σήμερα, σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης, η ελληνική κοινωνία επιλέγει να ανατρέξει στα γνωστά στερεότυπα της “Εθνικής παλιγγενεσίας”, της “μοναδικότητας της φυλής”, της “Ιστορικής συνέχειας”, που, δυστυχώς, δεν την οδηγούν πουθενά..
Θεωρώ πως οι άξιες λόγου καταθέσεις-συμβολές, βρίσκουν την ιστορική “στιγμή” και αξιοποιούνται. Και δικαιώνονται..

Σοφία Μ.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Σοφία Μποϊδίδου

Kατηγορίες

Ιστορικό