Η Ευρώπη και εμείς (δύο κείμενα κι ένα σχόλιο)

Η
Εισαγωγικό σημείωμα

Ανάμεσα στα διλήμματα που ανέδειξε η οικονομική κρίση, για την χώρα μας,  κυρίαρχη θέση κατέχει το δίλημμα «μέσα ή έξω από την Ευρώπη».  Ένα δίλημμα που φαίνονταν να είχε ξεπερασθεί κι όμως  η ζωή απέδειξε ότι συνεχίζει να υπάρχει. Όχι μόνο στην οικονομική του διάσταση αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική.
Το ενδεχόμενο εξόδου από το Ευρώ και την Ευρωζώνη μπορεί να  συνέβαλε στην επικαιροποίηση του διλήμματος. Το δίλημμα όμως υπήρχε με την έννοια ότι, από το 1980 μέχρι σήμερα,  ελάχιστα  ευδοκίμησε στην Ελληνική κοινωνία η υπόθεση   της   προσχώρησης στην ιδέα του εξευρωπαϊσμού, της προσαρμογής δηλ. στα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα παρέμεινε προσηλωμένη στην εθνική της ιδεολογία, σε έναν εθνοκεντρισμό και μια εσωστρέφεια που συνέτειναν στην διατήρηση μιάς εξωτερικής σχέσης με την Ευρώπη. Σε όλη την διάρκεια της τριαντάχρονης  παρουσίας-της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελληνική πλευρά,  ακολούθησε πιστά ένα δόγμα : «Μέσα στην Ευρώπη αλλά ανεξάρτητοι» (όπου το δεύτερο, το «ανεξάρτητοι», ήταν και είναι κυρίαρχο).
Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και το πολιτικό πλαίσιο της Ε.Ε., (σαν ένωση ανεξάρτητων κρατών), αλλά και γενικότερα η ελαστικότητα των σχέσεων,  που επικρατούσε στους κόλπους της,  πριν την οικονομική κρίση. Αυτός όμως ήταν ένας πρόσθετος  παράγοντας. Βασικά οι σχέσεις με την Ε.Ε. προσδιορίστηκαν με ευθύνη  της Ελληνικής πλευράς.
Ιστορικά η ένταξη στην Ε.Ε. έγινε χωρίς την συγκατάθεση της Ελληνικής κοινωνίας (την ουσιαστική όχι την τυπική) ενώ η είσοδος στο Ευρώ αξιολογήθηκε με καθαρά ωφελιμιστικά κριτήρια κι αγνοήθηκε εντελώς το σκέλος των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η συμμετοχή σε ένα κοινό νόμισμα.
Ιδεολογικά η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη δεν προχώρησε. Δεν υπήρξε κανένα πρόταγμα ουσιαστικού εξευρωπαϊσμού σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης. Οι ελάχιστες θεσμικές προσαρμογές έγιναν υπό την απειλή Ευρωπαϊκών κυρώσεων. Η Ελληνική κοινωνία παρέμεινε πεισματικά έξω από το κοινωνικό –δικαιϊκό καθεστώς της Ευρώπης. Με ανορθολογικές δομές, αντιπαραγωγικές στο σύνολό τους, με διαβλητό και υποτυπώδες κράτος πρόνοιας, αρνητική σε κανονιστικές και αξιοκρατικές ρυθμίσεις, ξένη προς κάθε ιδέα κράτους δικαίου.
Η ανεξαρτησιακή ιδεολογία είναι η καθολική εθνική ιδεολογία της μεταπολίτευσης που διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους («δεξιούς και αριστερούς»)  κι αποτελεί την βάση όλων των ασκούμενων πολιτικών. Η έννοια της ανεξαρτησίας περιλαμβάνει ιστορικά πολλά στοιχεία, αντιθετικά βασικά προς τη δύση.  Η ανεξαρτησία στην Ελλάδα εννοείται σάν  αντι-δυτικισμός,  αντι-Ευρωπαϊσμός, αντι-αμερικανισμός, αντι-ιμπεριαλισμός,  αλλά και ανατολικοφροσύνη. Είναι ένα κράμα αντιδυτικών κύρια αναφορών που απαντούν σε ένα γενικότερο ιστορικό δίλημμα που ταλανίζει τον νεότερο Ελληνικό πολιτισμό. Το δίλημμα του πού ανήκουμε: στην Ανατολή ή τη Δύση.
Ο αντι-ευρωπαϊσμός στην Ελλάδα έχει αυτό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Είναι απόρροια ενός ευρύτερου αντι-δυτικισμού στην ανάπτυξη του οποίου έχει συμβάλει σημαντικά η Ελληνική αριστερά (όντας η ίδια προϊόν του δυτικού πολιτισμού). Ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, έχουν τα όσα αναφέρει ο Β. Παναγιωτόπουλος περί ιμπεριαλισμού κλπ. Οι αντιθετικοί βέβαια αυτοί προσδιορισμοί είναι καθαρά πολιτισμικοί εξ’ ού και η τεράστια  σημασία τους.

Τα δύο κείμενα που αναδημοσιεύουμε πραγματεύονται  το πρόβλημα του αντι-δυτικισμού  στον νεοελληνικό πολιτισμό. Αναφέρονται στις πηγές, στις βάσεις αυτού του φαινομένου και το σκιαγραφούν με το καλύτερο δυνατό τρόπο. Βοηθούν στην απόκτηση αυτογνωσίας στους δύσκολους καιρούς που περνάμε της μακράς κρίσης που εκτός από οικονομική είναι και κρίση πολιτισμική,  κρίση ταυτότητας.

Μ.Χ.
Γενάρης 2012

Πρώτο Κείμενο:

ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ
ΟΙ ΑΝΤΙΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
ΕΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Αναμφίβολα εκείνο το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» που είπε κάποτε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν εξέφραζε απλώς το ιδεολογικό υπόβαθρο της πολιτικής του βούλησης να εντάξει τη χώρα μας στην τότε Ε.Ο.Κ. Αποτελούσε και αντικειμενική διαπίστωση μιας πραγματικότητας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Τον αγώνα εξάλλου των Ελλήνων για την απελευθέρωση τους από τον οθωμανικό ζυγό δεν είχε υποκινήσει τόσο η ανάγκη απαλλαγής τους από μια δυσβάστακτη καταπίεση -οι όροι διαβίωσης τους είχαν σημαντικά βελτιωθεί κατά το 18ο αίωνα- όσο η επιθυμία τους να ενταχθούν και να μετάσχουν στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, επιθυμία την οποία είχε εκθρεψει η δεξίωση raw ιδεών του Διαφωτισμού. Το αίτημα εκείνο του εξευρωπαϊσμού, το οποίο πριν από την Επανάσταση του 1821 είχε ρητά διατυπωθεί όχι μόνο από το λογιότατο Κοραή, αλλά και από το λαϊκότατο Κολοκοτρώνη, σήμερα έχει ασφαλώς εκπληρωθεί με το παραπάνω. Η χώρα μας είναι από καιρό πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εταίρος δηλαδή των δεκατεσσάρων πιο προηγμένων χωρών της γηραιάς ηπείρου. Από την άλλη όμως μεριά, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, την εξέλιξη αυτή ποτέ δεν την αποδεχθήκαμε αδιαμαρτύρητα. Ο εξευρωπαϊσμός της νεοελληνικής κοινωνίας, ο εκσυγχρονισμός της, όπως θα λέγαμε σήμερα, συνάντησε, και ακόμη συναντά, πολλές και ποικίλες αντιστάσεις.
Το γεγονός αυτό δεν πρέπει βέβαια να μας εκπλήσσει. Ποτέ στην ιστορική πορεία των πολιτισμών το παλιό δεν υποχώρησε στο καινούριο αμαχητί και χωρίς να προκληθούν κάποια τραύματα, συχνά δυσεπούλωτα. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, ακόμη και στο εσωτερικό των εθνών που είχαν το προνόμιο να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη του πολιτισμού της νεωτερικότητας, γεννήθηκαν κινήματα προάσπισης της παράδοσης, συχνά με έντονα αντιδραστικό χαρακτήρα. Στα έθνη όμως που προσήλθαν με κάποια καθυστέρηση σε αυτόν τον πολιτισμό και υποχρεώθηκαν να αποδυθούν σε μια πιο βιασμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού, η μοιραία σύγκρουση του παλιού με το καινούριο ήταν φυσικό να βιωθεί ιστορικά με οδυνηρότερο τρόπο και, κυρίως, να μετατραπεί σε σύγκρουση του ντόπιου με το ξενόφερτο, του εθνικού με το αλλοεθνές και το κοσμοπολίτικο. Σε αυτή την κατηγορία των εθνών ανήκει ασφαλώς και το δικό μας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εθνογένεσής μας, που χρονικά συμπίπτει με την ανάδυση της νεωτερικότητας στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο, οι όποιες επιρροές από αυτό το χώρο δεν έπαψαν να προκαλούν δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες επιφυλάξεις και καχυποψίες, που συχνά εκδηλώνονταν και με μια ανοιχτή εχθρότητα προς το «φράγκικο». Οι αντιδράσεις αυτές συνεχίστηκαν και, κατά κάποιον τρόπο, εσωτερικεύτηκαν περισσότερο, όταν πράγματι αντιμετωπίσαμε τα διλήμματα του αυτοπροσδιορισμού μας και τελικά, όταν ελεύθεροι πλέον, προκειμένου να απολαύσουμε τα υλικά και πνευματικά αγαθά, αλλά και την «προστασία» που μας πρόσφερε η «φωτισμένη» Ευρώπη, βρεθήκαμε αναγκασμένοι να απαρνηθούμε κάποια πράγματα, τα οποία, καλώς ή κακώς, θεωρούσαμε πατροπαράδοτα και σεβαστά ή, σε κάθε περίπτωση, πιο δικά μας. Πολλοί τότε ένιωσαν το ξένο σαν απειλητικό για την εθνική μας ιδιοσυστασία και θέλησαν να αντισταθούν στην εισβολή του. Εύγλωττοι είναι εν προκειμένω οι στίχοι που έγραψε στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γεώργιος Ζαλοκιόστας:
0 αγών δεν επεράνθη,
μη δεχθήτε ήθη ξένα.
Δεν είναι δύσκολο, πιστεύω, να τεκμηριώσει κανείς την άποψη ότι στα 170 χρόνια του ελεύθερου εθνικού μας βίου οι αντιευρωπαϊκές τάσεις και ιδέες άλλοτε υπεφωσκαν στα κατά καιρούς κηρύγματα για την αναβίωση του προγονικού μεγαλείου ή, πιο συγκαταβατικά, για την προάσπιση της παράδοσης και της ελληνικότητας, άλλοτε εκδηλώνονταν παροξυσμικά με τη μορφή ενός μισαλλόδοξου εθνοφυλετικού ή θρησκευτικού φανατισμού. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, ακούγονται πολύ συχνά οι φωνές εκείνων που θεωρούν το συντελεσμένο εξευρωπαϊσμό μας ισοδύναμο με αφελληνισμό ή που δαιμονοποιούν τη Δύση, ιδιαίτερα πλέον την υπερατλαντική, ως υπεύθυνη για όλα τα δεινά του τόπου μας, αλλά και της ανθρωπότητας συνολικά.
Θα ήμουν ο τελευταίος που θα καταδίκαζα συλλήβδην αυτή την αντιδυτική ιδεολογία ως αντιδραστικό φαντασιοκόπημα. Οι ιδεολογίες μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια «ψευδή συνείδηση», αλλά κατά κανόνα εμπεριέχουν και σπέρματα αλήθειας, με την έννοια ότι εκφράζουν ανάγκες και απαντούν σε προβλήματα της πραγματικής ζωής. Σε τούτο, άλλωστε, οφείλουν και την όποια δραστικότητα τους. Στην περίπτωση μάλιστα που μας απασχολεί, βρισκόμαστε ασφαλώς αντιμέτωποι με ιδέες οι οποίες, ανεξάρτητα από τις εξάρσεις και υφέσεις ή τις μεταλλάξεις που γνώρισαν στις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, έχουν να επιδείξουν μια ιδιαίτερη αντοχή στο χρόνο, καθώς και μια αξιοπρόσεκτη διάχυση σε κοινωνικά, μορφωτικά και πολιτικά διαφοροποιούμενες ομάδες. Και οι αγώνες εκείνων που τις πίστεψαν και τις πρόβαλαν, όσο και αν δε στάθηκαν ικανοί να αλλάξουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και την εκσυγχρονιστική πορεία της χώρας μας, δεν δόθηκαν πάντα επί ματαίω. Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πρόσφατης πολιτισμικής ιστορίας μας και έχουν βαθιά επηρεάσει το χαρακτήρα της. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ιδέες ή, αν προτιμάτε, για ιδεολογήματα που έχουν σημαντικά συμβάλει στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης και βιοθεωρίας, στην κατασκευή δηλαδή της εθνικής μας ταυτότητας. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι ίχνη τους μπορούν να επισημανθούν στις απόψεις και τις συμπεριφορές ακόμη και εκείνων των συμπατριωτών μας που κατά τεκμήριο θα κατατάσσαμε στους ακραιφνείς ευρωπαϊστές και φιλοπρόοδους.
Όπως ήδη ανέφερα, ανάλογα φαινόμενα μπορούμε να διακρίνουμε και σε άλλα έθνη. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε, για παράδειγμα, το κίνημα των σλαβοφίλων στη Ρωσία. Ωστόσο, η αντιδυτική ιδεολογία στην Ελλάδα παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες, πιστεύω, ιδιαιτερότητες, στις οποίες και θα προσπαθήσω να επικεντρώσω εφεξής την ομιλία μου. Ακολουθώντας το παράδειγμα του εμβριθέστερου και αντικειμενικότερου ιστορικού των «συνειδήσεων» τις οποίες διαμόρφωσε ο νέος ελληνισμός και εννοώ βεβαίως τον Κ. Θ. Δημαρά θα αποφύγω την ιδεολογική κριτική και θα περιοριστώ σε κάποιες διαπιστώσεις, που ενδέχεται να είναι χρήσιμες για την ιστορική προσέγγιση και κατανόηση του φαινομένου. Φυσικά, δεν διαθέτω το χρόνο και, κυρίως, δεν κατέχω τις γνώσεις που θα μου επέτρεπαν να τεκμηριώσω αυτές τις διαπιστώσεις με την οφειλόμενη επάρκεια. Αναγκαστικά επομένως η παρουσίαση τους θα είναι σχηματική, με ενδεικτικές απλώς αναφορές σε τεκμήρια που έτυχε να μου είναι οικεία.
Μια πρώτη διαπίστωση που προκύπτει μάλλον αβίαστα, κατά τη γνώμη μου, από την επισκόπηση των διαφόρων εκφάνσεων της νεοελληνικής αντιδυτικής ιδεολογίας είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ενιαίο και συνεκτικό σώμα πεποιθήσεων, αλλά με μια δέσμη ετερόκλητων ιδεολογικών ρευμάτων. Τα ρεύματα αυτά άλλοτε ξεχωρίζουν ευδιάκριτα, φτάνοντας ενίοτε στο σημείο να αποκαλύπτουν τις μεταξύ τους εγγενείς αντιθέσεις, κι άλλοτε διασταυρώνονται ή συγκλίνουν, σχηματίζοντας νέα ιδεολογικά μορφώματα ποικίλης διάρκειας και εμβέλειας. Έτσι εξηγείται και η διάχυση στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Το όλο ιδεολογικό σύστημα προσφέρει πράγματι ένα ευρύτατο φάσμα επιλογών. Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, αλλά και τα άτομα, έχουν την ευχέρεια να υιοθετούν εκείνα τα μορφώματα που εναρμονίζονται με τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους, την παιδεία τους και τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις τους, αλλά και που ανταποκρίνονται περισσότερο στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία.

Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι τα ετερόκλητα αυτά ρεύματα αντιδυτικισμού παρουσιάζουν ένα διαφορετικό, αλλά πάντως μεγάλο ιστορικό βάθος. Των περισσότερων οι απώτερες καταβολές μπορούν να αναχθούν σε ιστορικές περιόδους κατά πολύ προγενέστερες από εκείνη της νεοελληνικής εθνογένεσης. Πρόκειται ασφαλώς για μια ευεξήγητη ιδιατερότητα. Ο νέος ελληνισμός είχε το σπάνιο προνόμιο να διαθέτει και να μπορεί να επικαλείται ένα μακραίωνο και πολυδόξαστο πολιτισμικό παρελθόν. Πολλές ιδέες σχηματισμένες σε αυτό το παρελθόν κατόρθωσαν να φτάσουν ως εμάς, άλλοτε γιατί τις αφομοίωσε και τις διαφύλαξε η λαϊκή παράδοση, άλλοτε γιατί φρόντισε να τις συντηρήσει η λόγια παράδοση κι άλλοτε, κυρίως από το 18ο αιώνα και μετά, γιατί επιδιώχθηκε συνειδητά η αναβίωση τους. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, στο διάβα των χρόνων, οι ιδέες αυτές γνώρισαν κάμψεις και αναλαμπές, αναπροσαρμόστηκαν, ανακαινίστηκαν και μετασχηματίστηκαν, αφήνοντας, ωστόσο, κατά καιρούς ίχνη και μαρτυρίες που επιτρέπουν την ιστορική ανασύσταση των οδεύσεων τους. Σε αυτή την κατηγορία ιδεών εντάσσονται, πιστεύω, και εκείνες που φέρονται από τα αντιδυτικά ιδεολογικά ρεύματα.
Η τρίτη και τελευταία διαπίστωση είναι ότι, κατά παράδοξο αλλά όχι δυσεξήγητο τρόπο, οι αντιδυτικές τάσεις που συνέχισε και ανέπτυξε ο νέος ελληνισμός πολύ συχνά υποκινήθηκαν ή ενισχύθηκαν από ορισμένες εκφάνσεις της δυτικής σκέψης, ιδιαίτερα όταν πύκνωσαν οι επαφές του με αυτήν. Ευρωπαίοι στοχαστές είναι που διαμόρφωσαν το ευρύτερο ιδεολογικό υπόβαθρο και εννοώ εδώ κυρίως το ρομαντισμό- το οποίο παρώθησε τους Νεοέλληνες να εγκύψουν στο παρελθόν τους και να αναζητήσουν σε αυτό τα πραγματικά ή φανταστικά στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να συγκροτήσουν μια ιδιαίτερη και αξιοσέβαστη εθνική ταυτότητα. Ευρωπαίοι στοχαστές είναι που άρχισαν να ασκούν κριτική στο δυτικό ορθολογισμό και, γενικά, στη νεωτερικότητα ή που γοητεύτηκαν από τους τρόπους και τη μυστική σοφία της Ανατολής, προσφέροντας έτσι έτοιμα επιχειρήματα στους παρ’ ημίν δυτικομάχους. Και δεν νομίζω να πέφτω έξω αν υποθέσω πως μια συστηματική έρευνα θα αποκάλυπτε ότι ο νεοελληνικός αντιδυτικισμός, στις πιο πρόσφατες ιδιαίτερα εκδοχές του, είναι βασικά δυτικοτραφής.
Προκειμένου να καταστήσω τις τρεις παραπάνω διαπιστώσεις περισσότερο συγκεκριμένες, θα επιχειρήσω τώρα να ονοματίσω και να επισκοπήσω ένα ένα τα ιδεολογικά ρεύματα που αρδεύουν το νεοελληνικό αντιδυτικισμο, εκείνα τουλάχιστον που εγώ μπόρεσα να διακρίνω μέσα στο ρου της ιστορίας μας. Για το πρώτο από αυτά, που είναι και το κυρίαρχο, θα υιοθετήσω τον όρο «ελληνοκεντρισμός», εννοώντας ειδικότερα όλα εκείνα τα ιδεολογήματα που έχουν ως άξονα αναφοράς την προνομιακή σχέση μας με την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Η σχέση αυτή προϋπέθετε, βέβαια, κάποια ιστορική συνέχεια, η οποία δεν κατανοήθηκε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Η δυνατότητα όμως επίκλησης διαφορετικών κριτηρίων συνέχειας -εθνοφυλετικών, πολιτισμικών, περιβαλλοντικών ή γλωσσικών-
που μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα ή να συνδυαστούν, εξηγεί ενδεχομένως και την ευρύτατη επικράτηση της όλης ιδέας. Έτσι κι αλλιώς, η ιδέα τούτη δεν έπαψε να γεμίζει μέχρι σήμερα την εθνική ψυχή με περηφάνια. Πολλές φορές, είναι αλήθεια, ταλάνισε το έθνος μας, ιδιαίτερα κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την άκρως περιοριστική άποψη για τον ελληνικό πολιτισμό που διατύπωσε ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, τον αυτοχθονισμό και, κυρίως, το γλωσσικό αρχαϊσμό. Από την άλλη μεριά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η ίδια ιδέα, στις λιγότερο αδιάλλακτες εκδοχές της, λειτούργησε μάλλον θετικά και, άμεσα ή έμμεσα, συνέβαλε όσο καμιά άλλη στα νεοελληνικά πολιτισμικά δρώμενα.
Ο ελληνοκεντρισμός είναι το ρεύμα που κατεξοχήν ενισχύθηκε από δυτικές εισφορές. Όχι μόνο γιατί ή έξαρση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού πάνω από τον ρωμαϊκό και η ανάδειξη του σε μοναδικό και ανεπανάληπτο φαινόμενο ήταν έργο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και ρομαντισμού, αλλά και γιατί Ευρωπαίοι περιηγητές και Ευρωπαίοι φιλέλληνες έσπευσαν να αναγνωρίσουν στους συγκαιρινούς τους Έλληνες τους απογόνους των αρχαίων, ανακαλύπτοντας κοινές αρετές και κοινά ελαττώματα. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να προσκομίσω τεκμήρια. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να επικαλεστώ την όψιμη περίπτωση ενός ομοτέχνου μου, του Λε Κορμπιζιέ. Όταν το 1911, σε ηλικία 24 ετών, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα, γράφοντας στο μέντορα του Χανς Ρίττερ, από το νησάκι του Αγ. Γεωργίου έξω από τον Πειραιά, όπου είχε αναγκαστεί να παραμείνει σε καραντίνα, εκδήλωσε το θαυμασμό του για δύο όμορφες και ευτραφείς Ελληνίδες που έτυχε να δει και πρόσθεσε: «Είπα στους άλλους ότι δεν επρόκειτο να δούμε τίποτε το διαφορετικό στους Δελφούς με τις δύο Καρυάτιδες του Θησαυρού».- Και πολύ αργότερα, το 1933, όταν ξαναήρθε στη χώρα μας για το 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, σε μια διάλεξη του στο Πολυτεχνείο είπε, αναφερόμενος στον πρωινό περίπατο του με φίλους στον Πειραιά:
Σταματήσαμε μπροστά στα καράβια της ακτοπλοΐας: καράβια σημερινά και παντοτινά, καράβια της ιστορίας σας. Αυτά τα καράβια είναι βαμμένα με τα πιο ζωηρά χρώματα. […] Σ’ αυτά τα καράβια του Πειραιά που είναι μπογιατισμένα όπως και δυο χιλιάδες χρόνια πριν, ξαναβρήκαμε την παράδοση της Ακρόπολης1:
Ως ποιο βαθμό όμως είναι θεμιτό να θεωρήσουμε ότι ο ελληνοκεντρισμός αντιπροσωπεύει μια αντιευρωπαϊκή τάση; Ελληνοκεντρικοί υπήρξαν και οι περισσότεροι από τους υπέρμαχους του εξευρωπαϊσμού μας. Απέναντι μάλιστα σε εκείνους που φοβούνταν τις δυτικές επιρροές ως αλλοτριωτικές επιστράτευαν ένα καθησυχαστικό επιχείρημα: αφού η Ευρώπη κληρονόμησε το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, οι νέοι Έλληνες, στρεφόμενοι προς την Ευρώπη, βαδίζουν προς την ανάκτηση της πατρικής κληρονομιάς. Το επιχείρημα τούτο, κατά το Δημαρά, το πρωτοδιατύπωσε ο Στέφανος Κουμανούδης το 1845. Μετά έναν και πλέον αιώνα θα το επαναλάβει και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, προσθέτοντας, μάλιστα, ότι εμείς, ως φυσικοί φορείς του ελληνικού Λόγου, μπορούμε ίσως να χαρίσουμε στην Ευρώπη έναν καινούριο σωστικό μύθο. Ήδη σε αυτές τις απόψεις διαφαίνεται μια κάποια υποτίμηση του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού ως δάνειου, μια αμφισβήτηση της ικανότητας του να πορευτεί σωστά αν ξεκόψει από την κοιτίδα του, την Ελλάδα. Μήπως και πρόσφατα δεν διεκδικήσαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως η μόνη χώρα που μπορεί να αποκαταστήσει το γνήσιο ολυμπιακό πνεύμα; Δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις όπου η θρεμμένη από τον ελληνοκεντρισμό μας υποτίμηση των Ευρωπαίων εκδηλώνεται ως περιφρόνηση με το συνήθη χαρακτηρισμό τους ως «κουτόφραγκων» ή με το συχνά ακουόμενο απόφθεγμα: «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εκείνοι έτρωγαν βελανίδια.»

Ο αντιδυτικός ελληνοκεντρισμός, αν θέλουμε να τον δούμε σε μια γενετική προοπτική, αποκαλύπτεται πολύ παλαιός. Έχει τις απαρχές του στην αίσθηση υπεροχής που ανέπτυξε το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έναντι του δυτικού, πολύ πριν από τον τυπικό διαχωρισμό τους, αίσθηση που βασιζόταν ακριβώς στη δυνατότητα του πρώτου να έχει αμεσότερη πρόσβαση στην κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι από τους εκπροσώπους της λεγόμενης Δεύτερης σοφιστικής, έχοντας συνειδητοποιήσει την «ασθένειαν των ελληνικών πραγμάτων», αποδέχονταν ασμένως και υμνούσαν τη ρωμαϊκή κυριαρχία, αλλά δεν έπαυαν να θεωρούν το ρωμαϊκό πολιτισμό και τη λατινική γλώσσα σώματα ξένα προς την ελληνική παιδεία. Τον ελληνοκεντρισμό της ρωμαϊκής Ανατολής υποδήλωνε και η ονομασία «Πανελλήνιον», που πήρε στις αρχές του 5ου αιώνα η αντιγερμανική παράταξη της αυγούστας Ευδοξίας και του ελληνοθρεμμένου υπάρχου Αυρηλιανού. Από την κατάλυση, εξάλλου, του δυτικού ρωμαϊκού κράτους και μετά, το εξελληνισμένο Βυζάντιο, που ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς του με την αρχαιοελληνική κληρονομιά, στην αίσθηση της πολιτισμικής του υπεροχής θα προσθέσει και την πολιτική πλέον περιφρόνηση προς την κατακερματισμένη και εκβαρβαρισμένη Δύση. Στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, η αρχαιομαθής Αννα Κομνηνή θα εκδηλώσει την καταφρόνια της προς τους σταυροφόρους, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αδυνατεί να προφέρει τα άναρθρα βαρβαρικά ονόματά τους. Δύο αιώνες αργότερα, ο ύπατος εκπρόσωπος του βυζαντινού ελληνοκεντρισμού, ο Πλήθων, θα προσπαθήσει να σώσει τη θνήσκουσα αυτοκρατορία σχεδιάζοντας τον πλήρη εξελληνισμό της με την απομάκρυνση κάθε στοιχείου της ρωμαϊκής παράδοσης. Με την περίφημη αναφώνησή του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ, «Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», θα γίνει και ο προάγγελος του νεοελληνικού ελληνοκεντρισμού. Ο γηραιός φιλόσοφος του Μυστρά δεν πρόλαβε να πικραθεί με την οριστική πτώση της Βασιλεύουσας. Πέθανε το 1452. Η τραγική ειρωνία της ιστορίας, σημαδιακή για τα επερχόμενα, είναι ότι ο Γεώργιος Σχολάριος, ως πατριάρχης πλέον Γεννάδιος, διέταξε την καύση του κορυφαίου έργου του Πλήθωνος Νόμων συγγραφή, ενώ δώδεκα χρόνια αργότερα ένας ελληνολάτρης δυτικός ηγεμόνας, ο Σιγισμόνδος Μαλατέστα, έχοντας καταλάβει προσωρινά το Μυστρά, πήρε μαζί του τα οστά του φιλοσόφου και τα μετέφερε στην πατρίδα του, το Ρίμινι, όπου και τα τοποθέτησε ευλαβικά σε μια μαρμάρινη λάρνακα στο οικογενειακό του παρεκκλήσι και μαυσωλείο.
Ένα άλλο ιδεολογικό ρεύμα που έφερε το νέο ελληνισμό σε αντιπαράθεση με τη Δύση είναι η «ανατολικοφροσύνη». Εννοώ τις πεποιθήσεις εκείνες οι οποίες, ανεξάρτητα από την προάσπιση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, έτειναν να εντάξουν την Ελλάδα, πολιτισμικά αλλά και πολιτικά, στην Ανατολή. Γνωστότερη έκφανση αυτού του ρεύματος είναι βέβαια η μεταστροφή από τον ελληνοκεντρισμό και τον αυτοχθονισμό των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων στην έξαρση του βυζαντινού μεγαλείου και στο μεγαλοϊδεατισμό. Τότε είναι που τιτλοφόρησε και ο Μάρκος Βενιέρης ένα ανώνυμα δημοσιευμένο μελέτημα του με το καυτό ερώτημα: «Τι είναι η Ελλάς, Ανατολή ή Δύσις;» (1842). Μολονότι οι σχετικές αντιθέσεις αμβλύνθηκαν κάπως με το σχήμα που επέβαλαν στην εθνική μας ιστοριογραφία ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος, το ζήτημα παρέμεινε ανοιχτό για μεγάλο διάστημα, με τους «θαυμάζοντες τους βυζαντινούς» να υπερέχουν αριθμητικά των αρχαιολατρών, όπως διαπίστωνε με λύπη του το 1884 ο Διονύσιος Θερειανός. Η ήττα όμως του 1897 και αργότερα η Μικρασιατική καταστροφή ανέτρεψαν τις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες. Ανάμεσα στα δύο αυτά τραυματικά για την εθνική συνείδηση γεγονότα, ο Ίων Δραγούμης, συνεπαρμένος από τις ιδέες του Γκομπινώ, του Νίτσε και του Μπαρρές, είχε προλάβει να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο κράμα ελληνοκεντρισμού, ανατολικοφροσύνης και φιλευρωπαϊσμού: το όραμα μιας εξευρωπαϊσμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οποία θα κυριαρχούσε αβίαστα το φυλετικά υπέρτερο ελληνικό στοιχείο. Το δραγουμικό όραμα μας θυμίζει, εξάλλου, και την κατά 450 χρόνια προγενέστερη περίπτωση του Γεώργιου Τραπεζούντιου. Ο πρώιμος εκείνος ουμανιστής, ρωμαιοκαθολικός ήδη από το 1426 και αποστολικός γραμματέας της Αγίας Έδρας, αμέσως μετά την Άλωση είχε προσπαθήσει να προσηλυτίσει τον Πορθητή στην ιδέα της αρμονικής σύζευξης του μουσουλμανικού με το ελληνικό στοιχείο στο πλαίσιο μιας αναγεννημένης Ανατολικής Αυτοκρατορίας.
Πολύ μονιμότερη, ωστόσο, αποδείχτηκε μια άλλη έκφανση ανατολικοφροσύνης, αποσυνδεδεμένη από πολιτικές ιδεολογίες, περισσότερο, θα έλεγα, βιωματική. Αναφέρομαι στη σαγήνη που άσκησαν οι πολιτισμικές επιδόσεις και οι νοοτροπίες της Ανατολής εν γένει. Δεν πρόκειται και πάλι για φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Ήδη από το 18ο αιώνα, η Ευρώπη είχε αρχίσει να θέλγεται από τους ασιατικούς πολιτισμούς και το σχετικό ενδιαφέρον είχε ενταθεί ακόμη περισσότερο με την επικράτηση του ρομαντισμού και του ιστορισμού. Ό,τι όμως για τους Ευρωπαίους ήταν εξωτικό και αποτελούσε ερέθισμα για τη λογοτεχνική φαντασία ή αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, εμείς μπορούσαμε να το προσλάβουμε ως συγγενικό και ενισχυτικό της δικής μας παράδοσης. Η δυνατότητα μας αυτή έχει βέβαια τις ρίζες της στο ιστορικό παρελθόν. Και πριν, κυρίως όμως από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά, οι Έλληνες συμβίωναν, συναλάσσονταν και αναμιγνύονταν προπάντων με ασιατικούς λαούς. Ο συγχρωτισμός αυτός δημιούργησε δεσμούς αρκετά ισχυρούς και ασφαλώς όχι μονομερώς επικαθορισμένους από την όποια ελληνική υπεροχή. Γι’ αυτό άλλωστε και στο ιδεολογικό επίπεδο, ελληνοκεντρισμός και ανατολικοφροσύνη μπόρεσαν συχνά να συνταιριάξουν, ακόμη και έξω από τη σφαίρα του λεγόμενου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Αναφέρω ενδεικτικά το συνδυασμό «αττικισμού» και «ασιανού ζήλου» σε ορισμένους εκπροσώπους της Δεύτερης σοφιστικής και την έλξη που άσκησαν σε δύο ακραιφνείς ελληνοκεντρικούς άλλες θρησκείες της Ανατολής: στον Ιουλιανό ο μιθραϊσμός και στον Πλήθωνα ο ζωροαστρισμός.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει κατά τη γνώμη μου η πολιτισμική ανατολικοφροσύνη, που άρχισε να εκδηλώνεται εντονότερα μετά το 1922, όταν ο νέος ελληνισμός, αποκομμένος πλέον από τις μικρασιατικές εστίες του, προσπαθούσε να κερδίσει σε ένταση όσα είχε χάσει ή οραματιστεί σε έκταση. Αν και όχι εντελώς ανεπηρέαστη από το δυτικό «οριενταλισμό», η ανατολικοφροσύνη αυτή παραμένει αγκυρωμένη στις ιστορικά βιωμένες καταβολές της, αναζωογονημένες στο εξής και από τις εισφορές του προσφυγικού στοιχείου. Αποδεσμεύεται όμως από τα στενά εθνικιστικά και θρησκευτικά κριτήρια, για να συνυφανθεί με τα κινήματα αναζήτησης της «ελληνικότητας» και επιστροφής «στις ρίζες» που αναπτύσσονται στη δεκαετία του ’30 και παραμένουν ακμαία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Για πρώτη ίσως φορά όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι του τόπου μας δείχνουν πρόθυμοι να αποδεχθούν ως σημαντική την ανατολική συνιστώσα της νεοελληνικής ταυτότητας. Ακόμη κι ένας κατεξοχήν εκφραστής των εκσυγχρονιστικών τάσεων, ο Γιώργος Θεοτοκάς, θα ομολογήσει ότι,
όσο βαθιά και σφιχτά κι αν ανήκουμε στην Ευρώπη, υπάρχει πάντα μια πλευρά του εαυτού μας που ακουμπά στην Ανατολή, μια πλευρά που […] τη νιώθουμε σαν έναν πλουτισμό της ζωής μας και δεν θέλουμε να τη χάσουμε.
Θα σπεύσει βέβαια να διευκρινίσει πως με Ανατολή δεν εννοεί παρά την «καθ’ ημάς Ανατολή». Ορισμένοι, ωστόσο, δεν διστάζουν να αναγνωρίσουν στην ελληνική παράδοση έναν ευρύτερα ανατολικό χαρακτήρα, εν πολλοίς αντίθετο και ασύμβατο προς τον δυτικοευρωπαϊκό. Θα αναφερθώ σε ένα ιδιαίτερα εύγλωττο παράδειγμα που συμβαίνει να μου είναι πολύ οικείο: στην περίπτωση του αείμνηστου δασκάλου μου Δημήτρη Πικιώνη.

Γαλουχημένος με τις ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου, του ‘Iωνα Δραγούμη και του Αγγέλου Σικελιανού, ο Πικιώνης ήδη από το 1925 πάσχισε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ελληνικής παράδοσης στη διηνεκή και καθολική της ενότητα. Το θεωρητικό σχήμα στο οποίο κατέληξε μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα: Κάθε παράδοση έχει τις αρετές της, ηθικές και καλλιτεχνικές, αλλά οπωσδήποτε στέκει και σε διαφορετική στάθμη αναφορικά προς το «Πνεύμα».
Απέναντι στη Δύση, που τα επιτεύγματα της μαρτυρούν γνώση, επινοητικότητα και δύναμη επιβολής, η Ανατολή υπερέχει χάρη στην πνευματικότητα των ερμηνευτικών της τρόπων. Παρακλάδι της μεγάλης ανατολικής παράδοσης, η οποία για τον ίδιο εκτείνεται από το Θιβέτ ως τη χερσόνησο του Αίμου, η ελληνική παράδοση, στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα, ύψωσε αυτή την πνευματικότητα στην ανώτερη βαθμίδα της. Έτσι, σε ένα από τα εντελέστερα κείμενα του, Το πρόβλημα της Μορφής (1946), καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από το Κάστρο της Ρόδου, εκεί όπου «όπου τέσσερις λαοί, ο Έλληνας, ο Ρωμαίος, ο Φράγκος, ο Τούρκος, άφησαν χαραγμένα απάνω στις πέτρες και στα μάρμαρα τα ιδεογράμματα του “είναι των”», ο Πικιώνης ένιωσε την ανάγκη να εξάρει όχι μόνο του Έλληνα, αλλά και του Τούρκου τα πνευματικά κατορθώματα:
Ήταν στο μουσουλμανικό που πήγαινα κάθε φορά που αισθανόμουν να με καταθλίβει το φράγκικο. Εδώ τα τόξα είναι ελαφριά, ανάερα. Η εξίσωση της καμπύλης των μαρτυράει ένα ιδιαίτερο ψυχικό ήθος
[…]
Το άρρητο που αναφέραμε στο βυζαντινό το ξαναβρίσκεις κι εδώ.
Είναι βέβαια διάφορα στην ουσία τους, όμως αισθάνεσαι πως τα δένει μια μυστική συγγένεια […]
Το άρρητο εκφράζει κι η τοποθεσία της κρήνης και το φύτεμα δύο πλατανιών εμπρός από τα τεμένη. Δεν είναι το φύτεμα τούτο απλή αισθητική ενέργεια. Κρύβει ένα συμβολικό νόημα. Δένει τον Ανατολίτη με το δέντρο ένα αίσθημα μυστικής λατρείας, που δεν το ‘χει ο Φράγκος.
Η κρήνη […] Έφτιαξε κι ο Φράγκος κρήνες. Μα αισθάνεσαι πως είναι μια πράξη διοικητικής πρόνοιας. Στον Τούρκο παίρνει μια έννοια ανθρώπινη, θρησκευτική.
Αργότερα, στα Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα (1958), ο Πικιώνης εξέφρασε τη λύπη του που του ξέφυγ

Σχετικά με τον Συγγραφέα

1 Σχόλιο

Γράψτε απάντηση στο MEHMET IMAM Ακύρωση απάντησης

  • «Η Ε.Ε. & Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ»

    Κυριοι,-ες,

    Όσο και εάν περιεργο μας φεναιτε οι ΗΠΑ & η ΕΕ τον τελευταίο καιρό, μαζί με τους συνεργάτες τους και τους πουλημένους στην Μ. Ανατολή έχουν επιταχύνει το ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Μέσα σ’ αυτό το πόλεμο υπάρχουν οι υπηρεσίες που παρέχουν συνεργασία μ’ αυτούς. Η μόνη λύσει που απομένει για τους λαούς είναι να οργανωθούν απέναντι στους ιμπερλιαστές και τότες τους χαρακτηρίζουμε ώς φασίστες απο την Δύση ή έτσι μας το παρουσιάζουν τα ΜΜΕ, ενώ στην ουσία προσπαθούν να υπερασπίσουν τα υπαρχοντά και την χώρα τους. Το μόνο που τους μένει είναι το μέτωπο του πολέμου και η πλευρά του δικαίου, όμως περνωντας την θέση αυτή είναι ο αγώνας που πρέπει να δώσουν κατά των σιωνιστών και ιμπερλιαστών, που δεν είναι παρά μόνο οι ΗΠΑ& η Ε.Ε..

    Αξιότιμος Λαώς της Μέσης Ανατολής και του κόσμου,
    Οι Η.Π.Α. & η Ε.Ε. που είναι ιμπεριαλιστές, υποταγής του σιωνισμού και οι κυβερνήσεις των πολιτειών, αλλά και των εθνών είναι μασόνι, που έχουν ως απότερο σκοπό την διακυβέρνηση του πλανιτη μας και προκειμένου να ελέγξουν τις πηγές ενέργειας του κόσμου, κάνουν τα πάντα και ακόμα δεν διστάζουν την γενοκτονία των λαών. Γι’ αυτούς ισχύει, όποιος έχει το έλεγχο της Μ. Ανατολής, αποκτά μια σημαντική στρατηγική ελέγχου για τη λεκάνη της Κασπίας και την Κεντρική Ασία και το τελευταίο καιρό ανταγωνίζονται για το πετρέλαιο, άλλα και τα υπόγεια και υπέργεια πόρων, με αποτέλεσμα να πραγματοποιείται ένα βρώμικο πόλεμο, εδώ και αιώνες.

    Οι συνέπειες του πόλεμου αυτού απο τους ιμπερλιαστές για τους λαούς της περιοχής είναι το αίμα, ο θάνατος, η φτώχεια, η αναταραχή, η κάθε ιμπεριαλιστική σφαγή και να βλέπουμε τους βομβαρδισμούς αθώων ανθρώπων και τελικά να ξεριζώνουν τους ανθρώπους απο τις εστίες τους και να δημιουργούν προσφυγές-μετανάστες, προκειμένου να δημιουργήσουν φασιστικές και μαριονέτες κυβερνήσεις για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και να είναι ανοιχτά για την κατοχή τους, όποτε το επιθημούν.

    Σ’αυτό το βρόμικο πόλεμο η Κυβέρνηση του κου Ερδογάν (AKP) σε συνεργασία του Φετχουλλάχ Γκιουλέν και την παρέα του, το PKK, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, το Κατάρ, η Ιορδανία, η Σ. Αραβία και το Μπαχρέιν έχουν αναλάβει την προώθησει των ιμπερλιαστικών δυνάμεων και των συμφερόντων τους στη Μ. Ανατολή, ακόμα εάν χρειασθεί πόλεμος να γίνει, είναι σε θέση να προσφέρουν βάσεις, λεφτά και να γίνουν «Δουριο Ιππο» για τις άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής και το θεωρούν ευτύχημα αυτό. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιτυχεία και το προσωπικό όφελος τους. Ας σημειωθεί οτι οι χώρες που αναφέρουμε είναι μοναρχικά καθεστώτα, πέραν της Τουρκίας, αλλά απο τους ιμπερλιαστές και για τους σιωνιστές δεν τιθεται θέμα δημοκρατίας, φυσικά μέχρι να έρθει η σειρά τους.

    Οι σταυροφορίες απο την Αμερική και την Ευρωπαική Ενωση ξεκίνησαν με το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Σομαλία, τη Λιβύη, την Τυνησία, την Αίγυπτο και τα περισσότερα από αυτά που έχουμε δεί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν αύριο στη Συρία, στο Λίβανο, στο Ιράκ, στην Τουρκία, στο Αζερμπαϊτζάν και στο Ιράν, θα δούμε όποιος αντισταθει στην κατοχή της χώρας του, θα έχει και τη βάναυση εκστρατεία εξολόθρευσης του, η οποία θα είναι ένα είδος γενοκτονία εκατομμυρίων ανθρώπων. Επίσης, θα βλέπουμε το σεκταρισμό και τις σεχταριστικές συγκρούσεις, άνθρωποι που να αντιστέκονται στην εκτέλεση των ηγετών τους, ανθρώπους που τους βασάνισαν και μία δικαιοσύνη οπερέτα και τα δικαστήρια μαριονέτα, προκειμένου να δοθεί μεγάλη φυλακή στα θύματα και όχι στους θύτες, για να τρομάξουν τους λαούς, ωστε οι ανθρωποι που βασανίστηκαν να μην αναζητήσουν τα δικαιωματά τους.

    Το ιμπεριαλιστικό σχέδιο για την Συρία (Το Μεγάλο Σχέδιο της Μ. Ανατολής, δηλαδή την κατοχή του ισοζυγίου πληρωμών και το σχέδιο της κλοπής στην Συρία) μέσα σε δύο ημέρες κατατέθηκε και να πήραν θέσει επί σκηνής, προκειμένου να εξεταστεί απο τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτό μας δείχνει πως λειτουργεί ο ιμπερλιαστικός φορέας αυτός και ότι είναι κάτω από τις διαταγές των ΗΠΑ και την ΕΕ. Εάν δεν ήταν οι ασιατικές χώρες, όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν και η Ιρακινή αντίσταση που αντιμετωπίζαν θα είχε περάσει η απόφαση των ιμπεριαλιστών. Αυτή ήταν η θετική εξέλιξη για τους λαούς επι της γής. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί, διότι οι λαοί πρέπει να εξοντώσουν τους προδότες και τους συνεργάτες στις χώρες τους, όσοι συνεργάζονται με τους ιμπερλιαστες. Διπλά σ’ αυτά, πρέπει να κάνουν και ανατροπή της φασιστικές κυβερνήσης συνεργασίας με τους σιωνιστές και τους ιμπερλιαστές. Αφού πετύχουν αυτά ως αρχή, τότες μπορούν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο εναντίων στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και να απέχουν την συνεργασία με το φασιστικό σύστημα. Απο την αλλη πλευρά πρέπει να υοθετήσουν θεσμούς δημοκρατικούς και δίκαιοι να είναι για τους λαούς τους.

    Επειδή, δεν υπάρχει λαός και έθνος που να είναι εκατό της εκατό ομογενής και λίγο πολύ όλα τα έθνη κράτη είναι ένα μοσαικο πια, όπως είναι σε τοπικό, σε περιφερειακο και σε έθνικο επιπεδο, το ίδιο ισχύει και μεταξύ των λαών η διαρκή φιλία είναι το ποιόο αξιόπιστο πράγμα για την συμβίωση τους. Αυτό εχει ως αποτέλεσμα την αδελφοσύνη και την ειρήνη μαζί σε μια περιοχή στον κόσμο που ζούμε. Για να επιτευχθεί αυτό, όλα τα πολιτικά κόμματα, τις μαζικές οργανώσεις, οι γραφειοκράτες, οι στρατιωτικοί, οι επιχειρηματίες, τα ΜΜΕ, τα κόμματα,… κλπ. Ατομικά ή συλλογικά πρέπει να λειτουργήσει η κοινή λογική για οποιεσδήποτες υποθέσεις απο κοινού να έχουν ένα μέτωπο.

    Αλλιώς και διαφορετικά, όποιος παίζει με την ομόνοια των λαών στην ευρύτερη περιοχή, ειναι λογικό να βρεθεί μέσα σε ακραιες συνθήκες. Δεν είναι μακριά να δούμε ταραχές στην γείτονα χώρα την Τουρκία και να ξεκινήσει απο αυτήν και να επεκταθεί στο Αζερμπαϊτζάν, στη Συρία, στο Ιράν, στο Ιράκ, στην Κύπρο, στο Λίβανο, στα Βαλκάνια και σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου. Κυρίως η υψηλή πυκνότητα θα είναι ένας εμφύλιος πόλεμος και ο πόλεμος αυτός θα φέρει να χάσουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα, οπως την βεβήλωση και την ταπείνωση των ανθρώπων γύρο μας. Δεν είναι μόνο αυτό, αλλά θα ακολουθήσει η φτώχεια και η διαφθορά. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η μετανάστευση και οι προσφυγιά.

    Με αυτή την έννοια, ο καθένας που αυτοαποκαλείται ότι είναι άνθρωπος, έχει την ευαισθησία του ανθρώπου και είναι ενάντια του ιμπεριαλισμού και του φασισμού των σιωνιστών, καλείτε να συμμετάσχει σ’ αυτό τον αγώνα και πόλεμο. Ώστε το συντομότερο δυνατόν να δημιουργήσουμε γρήγορα ενα μπλόκ, ένα σχηματισμό αυτών των περιοχών, ενάντια σ’ αυτά τα δεινά που μας περιμένουν. Γιατί, κανείς δεν μου εγγυάται ότι οι ιμπερλιαστές δεν θα επιστρέψουν στα Βαλκάνια.
    Φιλικά,
    Αθήνα, 12-02-2012,
    Μεχμέτ ΙΜΑΜ,
    Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Μουσούλμάνων στην Ελλάδα, «Η Φιλότητα»
    m.imam61@yahoo.gr

X. M.

Kατηγορίες

Ιστορικό