Προλεγόμενα σε μια απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης, εποχής στη χώρα μας.

Π

Πηγή: Πολιτική Επιθεώρηση
Hμερομηνία δημοσίευσης: 28.11.11

«Η κρίση που αποκαλούμε οικονομική είναι πάνω από όλα κρίση του τρόπου ζωής μας(…) βαραίνει όλους μας ενόχους και αθώους, είναι κρίση του σημερινού ανθρώπου, κρίση του «είμαστε  εμείς». «Και έπειτα για σκεφτείτε το λιγάκι: αυτή η καταστροφή που πλήττει καίρια της ζωή μας και η ίδια μας η ζωή δεν έχουν κάποια σχέση με τον νόημα των λέξεων με τις οποίες αγωνιζόμαστε να πούμε όσα πράττουμε και όσα μας συμβαίνουν; Τι άλλο σήμαινε οικονομία παρά το νόμο του οίκου, για ποιό πράγμα μιλούσε αυτή η λέξη αν όχι ακριβώς για το σπίτι μας; Και ποιο είναι σήμερα το σπίτι μας -το κοινό μας σπίτι- αν όχι, είτε το επιζητήσαμε είτε όχι, ολόκληρος ο κόσμος; (Γιάννης Κιουρτσάκης, Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη, Ίνδικτος, 2009)

1. Το τέλος της μεταπολίτευσης και η επώδυνη κυοφορία μιας άλλης εποχής

Ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς, αρνητική ή θετική, απέναντι στην αναγκαστική υπαγωγή της χώρας μας  υπό την επιτήρηση του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης» με τη σύναψη   της «Δανειακής Σύμβασης Διευκόλυνσης» των 80 δισεκατομμυρίων Ευρώ και με την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκείνο που διαφαίνεται, ως  σίγουρο, είναι ότι το έτος 2010, και ακριβέστερα η 3η ή η 8η Μαΐου, σηματοδοτεί το τέλος της μεταπολίτευσης και την απαρχή μιας άλλης εποχής.

Μιας  εποχής, με ασαφή, δυσδιάκριτα και σφόδρα αμφιλεγόμενα -είναι αλήθεια- χαρακτηριστικά και με συνέπειες που σφάζουν ή προκαλούν δέος, αλλά με προοπτική μακράς διάρκειας και με ενδείξεις διαμόρφωσης νέας ιστορικής περιόδου[1]. Οι αλλαγές που συντελούνται, αλλά κυρίως  αυτές που προμηνύονται ή καθιερώνονται νομοθετικά εις εκτέλεση  του «Μνημονίου» και του “Μεσοπρόθεσμου”, προοιωνίζονται, όλες μαζί, ένα  σκηνικό ατομικής και κοινωνικής διαβίωσης και κυρίως μορφές εργασίας, απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης καθώς και σχέσεις κράτους- οικονομίας, κοινωνίας και κράτους, πολίτη και διοίκησης, ριζικά διαφορετικές από αυτές που ζήσαμε την περίοδο της  Μεταπολίτευσης. Βρισκόμαστε μπροστά στην επίπονη ανάδυση ενός  κοινωνικού και εργασιακού καθεστώτος, εντελώς  διαφορετικού από αυτό που γνωρίσαμε το δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα, με διευρυμένη πολιτική αβεβαιότητα και εκτεταμένη κοινωνική ανασφάλεια.
Κατάρα ή μοναδική ευκαιρία, συνειδητή επιλογή ή αναγκαίο κακό, το αποκαλούμενο σχηματικά «Μνημόνιο», στην πραγματικότητα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ) και σήμερα το Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, είναι ωστόσο εδώ  και είμαστε αναγκασμένοι ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης να συμμεριζόμαστε και να συμμορφωνόμαστε με τις κοινές και ομόφωνες αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της ΕΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε απαλλοτριώσει οριστικά τη νομισματική μας  κυριαρχία  και έχουμε αποδεχτεί οικειοθελώς και ασμένως σοβαρούς περιορισμούς στη δημοσιονομική του κυριαρχία, πριν από πολλά χρόνια  και ότι η χώρα μας έχει επί πλέον συναινέσει επανειλημμένως στην οικονομική της λιτότητας και του ισχυρού ευρώ. Είμαστε καταναγκασμένοι να προγραμματίζουμε τη ζωή μας με βάση δημόσιες ευρωπαϊκές πολιτικές, που ενδεχομένως δεν αποδεχόμαστε  πολιτικά, που ίσως και αποστρεφόμαστε, επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι μια άλλη Ευρώπη με μια άλλη οικονομική πολιτική, εντελώς διαφορετική, είναι  εφικτή και μπορεί ακόμη και τώρα να επιβληθεί με τη συνεργασία όμως και τον συντονισμό των λαών της Ευρώπης.
Το πλέον εύκολο και απλοϊκό μαζί θα ήταν, βέβαια, να  αγνοήσουμε την “μνημονιακή” πραγματικότητα και ενεργώντας, όπως πρίν, με περισσή πολιτική ευήθεια να αρκεστούμε στην ιδεολογική καταδίκη της, στη δαιμονοποίηση και στην γενικόλογη ιδεολογική απόρριψή της προσδοκώντας και προφητεύοντας, ως Κασσάνδρες,  την μοιραία ανατροπή της  εξ αιτίας των κοινωνικών δεινών που προβλέπουμε ότι θα επισωρεύσει. Η στρουθοκαμηλική αυτή στάση, που καθοδηγείται από έναν  αφελή αριστερό βολονταρισμό και διέπεται από έναν αθεράπευτο σοσιαλιστικό ιδεαλισμό, αρνείται να δεί ότι το  αποκαλούμενο «Μνημόνιο» δεν αποτελεί ένα ατύχημα ούτε ένα παραστράτημα της οικονομικής και πολιτικής μας ζωής,  ένα λάθος της οικονομικής ιστορίας, που κάποτε θα εξαλειφθεί χωρίς να αφήσει ίχνη της παρουσίας του. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας έρχεται από μακριά και θα πάει μακριά, αφού εξάλλου συναρτάται και μια παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Για τον λόγο αυτό και οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελούνται τόσο βίαια γύρω μας, δεν είναι συγκυριακές ούτε παροδικές, έστω και αν δρομολογήθηκαν με αφορμή μια πρωτοφανή και αναπάντεχη κρίση χρέους του ελληνικού κράτους. Ανταποκρίνονται  σε διαρκείς και δομικές ανάγκες ή  αδυναμίες ή ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν, μεταξύ  των άλλων, τον αντιπαραγωγικό και μεταπρατικό χαρακτήρα της.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας ήταν γνωστές και αποτελούσαν κοινό τόπο πολλών Ελλήνων διανοητών, από την εποχή της Μεταπολίτευσης, όπως, μεταξύ των άλλων, του Κ. Τσουκαλά[2]. Για να αναφέρω έναν ακόμη, διανοητή της  ίδιας περιόδου, τον Π. Κονδύλη, θα μετέφερα, ακέραια, μία μόνον σκέψη του από όσες είχε τότε διατυπώσει επισημαίνοντας,  ότι «ακόμη και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι οικονομική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών  επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προπαντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει και για να τα εισάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού,  της εκποίησης της χώρας»[3].  Μπορεί κανείς να μη συμμερίζεται τις θεωρίες του Κονδύλη, οφείλει όμως να αναγνωρίσει ότι υπήρξε προφητικός διαπιστώνοντας ότι «η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια φτάνει στο τέλος της…». Η Ελλάδα “βρίσκεται στους πιο χαμηλούς δείκτες  καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας»[4].
Είκοσι χρόνια αργότερα μπορούμε όλοι να διαπιστώσουμε ότι η  υπόσχεση της Μεταπολίτευσης για μια διαρκή ευημερία και ανθούσα δημοκρατική κοινωνία έχει οριστικά διαψευσθεί, μεταξύ των άλλων και διότι: “η ευημερία εξετράπη σε καταναλωτική βουλιμία, σε απληστία και κατασπατάληση. Ο άφρων δανεισμός δεν μπορεί πλέον να τροφοδοτήσει την άφρονα κατανάλωση, όταν οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται και, ακόμη χειρότερα, όταν χάνονται εκατομμύρια θέσεις εργασίας και η φτώχεια κατατρώει τα μεσοστρώματα”. Χρειαζόμαστε “επειγόντως  ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και μαζί ένα ριζικά νέο τρόπο διαβίωσης, που θα διακρίνει σαφώς την ευημερία από τη σπατάλη, την αξιοπρέπεια από τη χλιδή, που θα προκρίνει τον γενναιόδωρο δημόσιο χώρο έναντι του κανιβαλικού πλουτισμού της αγέλης.   Η κρίση, το βλέπουμε, δεν αφορά μόνο οικονομικά μεγέθη, αφορά ανθρώπους, ψυχές, αφορά τη βιόσφαιρα. Η αλλαγή παραδείγματος βίου είναι προαπαιτούμενο της βιώσιμης ανάπτυξης..”[5].
Η κρίση επομένως είναι καθολική, έστω και αν εντοπίζεται στην οικονομία. Αγγίζει όχι μόνον του θεσμούς και μάλιστα του πολιτικούς, αλλά και τον τρόπο ζωής και εργασίας μας, και κυρίως αυτόν.
Είναι αυτονόητο, ότι λόγω ειδικότητας θα περιοριστώ στην σχηματική επισήμανση των διαρθρωτικών αλλαγών που επέρχονται στο πολιτειακό επίπεδο, δηλαδή στην Πολιτεία μας με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, πριν επιχειρήσω στο δεύτερο μέρος  να αναλύσω αυτά που εδώ απλώς επισημαίνω.

2. Εντοπισμός των θεσμικών διαφορών της Μεταπολίτευσης του 1974 από τη νέα ιστορική περίοδο που άρχισε  το 2010

Αν σταθούμε στις αλλαγές που συντελούνται, θα παρατηρήσουμε ότι από τα πλέον  προφανή χαρακτηριστικά τους είναι ότι αυτές έρχονται εξ ορισμού σε ρήξη με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης.  Αξίζει τον κόπο να  ανιχνεύσουμε ορισμένες μόνο, τις πιο επιφανειακές “ρήξεις’ ή “διαφορές”, μήπως και διαγνώσουμε το τι κυοφορείται.
Η πλέον ορατή ρήξη με την μεταπολιτευτική πραγματικότητα αφορά το χώρο της οικονομίας και ειδικότερα τη διαμόρφωση και άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Είναι προφανές ότι η τελευταία ούτε διαμορφώνεται ούτε ασκείται, πλέον, “κυρίαρχα” από το εθνικό κράτος ή την εθνική κυβέρνηση, υπαγορεύεται ρητά από τις  δανείστριες χώρες της Ελλάδος, που ενεργούν όμως υπό την ιδιότητα του εταίρου της ΟΝΕ και στο όνομα του ενιαίου νομίσματος. Η ιδιότητα του εταίρου μας υπενθυμίζει ότι και να μην ήταν οφειλέτης-χώρα η Ελλάδα, πάλι όφειλε να ακολουθεί πειθαρχημένη νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική πολιτική όπως όλες οι  χώρες της Ευρωζώνης και να συντονίζει την οικονομική της πολιτική μαζί τους. Με την ένταξή  της στο Ευρώ η Ελλάδα, παράλληλα με την εκχώρηση της νομισματικής της κυριαρχίας, ανέλαβε την πάγια διεθνή υποχρέωση να ακολουθεί σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συνθήκες τη αυστηρή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική, που διαμορφώνουν από κοινού τα κράτη της Ευρωζώνης.
Δεύτερο χαρακτηριστικό των αλλαγών αλλά και των μεταρρυθμίσεων είναι ότι, παρόλο που αφετηρία τους έχουν την οικονομία και ειδικά τη δημοσιονομική πολιτική, έχουν άμεσες και καθοριστικές επιπτώσεις στο κράτος, στο ρόλο του και στην αποστολή του απέναντι στην οικονομία και στην κοινωνία. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελούνται αλλάζουν τον ρόλο του  κράτους στην οικονομία, χωρίς όμως να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι  το κράτος εγκαταλείπει τον κεντρικό του ρόλο και ειδικά τον εποπτικό και ελεγκτικό που ασκούσε ούτως ή άλλως σε αυτήν.
Μια σημαντική διαφορά εντοπίζεται άρα στον διαφορετικό ρόλο και στην διακριτή συμμετοχή  που είχε το κράτος σε κάθε μία από τις δύο περιόδους στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής και της σημερινής πραγματικότητας. Το κράτος της προ-μεταπολιτευτικής περιόδου, δηλαδή η διοικητική του οργάνωση και οι βασικές αποστολές του, δεν πειράχτηκαν με την Μεταπολίτευση. Απλώς  εκδημοκρατίστηκε,  ασπάστηκε δικαιο-κρατικούς θεσμούς,  ανάλαβε αποστολές και ευθύνες κοινωνικές, ευθύνες κράτους κοινωνικού. Άλλαξε η μορφή του όχι η ουσία του. Δεν τέθηκαν νέες βάσεις. Αναδιοργάνωση, ουσιαστική, της Διοίκησης δεν έγινε ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς τις ημιτελείς απόπειρες διοικητικής αποκέντρωσης.
Στην παρούσα περίοδο, αντίθετα, το κράτος και η διοίκησή του βρίσκονται στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων. Το ζήτημα της ανοικοδόμησης του κράτους αποτελεί το κεντρικό και κρίσιμο θεσμικό ζήτημα, ενώ η αλλαγή του κυβερνητικού συστήματος έρχεται σε δεύτερη μοίρα[6].
Το αντίστροφο συνέβη στη Μεταπολίτευση, η οποία  δεν πρόσεξε ή παραμέλησε τη διοικητική  οργάνωση του κράτους  και περιορίστηκε σε συνταγματικές διακηρύξεις για αποκέντρωση και για πρώτου και δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκηση, η οποία λειτούργησε, τελικά, ως εστία πολιτικής συναλλαγής, άκρατης ρουσφετολογίας και απίθανης διαφθοράς. Η νέα ιστορική περίοδος, αντίθετα, αρχίζει  με την βεβιασμένη απόπειρα μεταρρύθμισης ενός αναχρονιστικού, σπάταλου, γραφειοκρατικού και αναποτελεσματικού κράτους.
Το ίδιο καθοριστικές, αν και λιγότερο αισθητές, είναι εξάλλου και  οι επιπτώσεις που παρατηρούνται και στην ελληνική ιδιωτική-αστική κοινωνία, που ήταν πάντα κρατικοδίαιτη, “καχεκτική”, με μειωμένη κοινωνική αυτοδυναμία, όπως ήδη επισημάναμε. Η αλλαγή του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης  δημιουργεί νέες συνθήκες κοινωνικής αναπαραγωγής και νέους όρους οργάνωσης τόσο της ιδιωτικής όσο και της πολιτικής κοινωνίας, οι οποίοι όμως καθορίζονται από την ευρωπαϊκή ιδιωτική-αστική κοινωνία.  Οι  αλλαγές στην κοινωνία είναι και αυτές αποτέλεσμα της σχέσης του  κράτος με την κοινωνία και με τους πολίτες και το αντίστροφο.

3. Χρεοκοπία του πολιτικού και κομματικού συστήματος εν μέσω σταθερού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος

Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία σημαντικών αλλαγών, των πιο σημαντικών, που εντοπίζονται  στο πολιτικό σύστημα, με ασαφή ωστόσο ή δυσδιάκριτα ακόμη χαρακτηριστικά.  Το πολιτικό και κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης δείχνει να καταρρέει. Φαντάζει πολιτικά απαξιωμένο, ενώ πασχίζει εν μέσω κρίσης και πολιτικής σύγχυσης να ανασυνταχθεί. Αν επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε, συνθετικά, την περίοδο της  Μεταπολίτευσης με αυτήν που άρχισε τον Μάϊο του 1910, θα διαπιστώσουμε ότι οι διαφορές τους είναι δυσδιάκριτες όχι μόνον διότι κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, αλλά και διότι εμφανίζουν, διαφορετικά πο

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό