Το κίνημα της πολιτικής οικολογίας : Σύντομη αναδρομή και σημερινή συγκυρία

Τ
Το κίνημα της πολιτικής οικολογίας :
Σύντομη αναδρομή και σημερινή συγκυρία
Επιμέλεια : Λ. Τσικριτζής , πρόεδρος Οικολογικής Κίνησης Κοζάνης

Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα εμφάνιζε πάντοτε μια σημαντική υστέρηση σε σχέση με τα αδελφά κινήματα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Πέραν της γνωστής παθογένειας όλων των κινημάτων στην Ελλάδα, εναλλακτικών και μη, η οποία οφείλεται σε μια σειρά ιστορικών και κοινωνικών λόγων, η καθυστέρηση της οικολογικής άνοιξης συνδέεται και με το αποτυχημένο πολιτικό εγχείρημα των «Οικολόγων Εναλλακτικών».

Μια μικρή ιστορική αναδρομή, συνεπώς, είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσει ο μέσος αναγνώστης τη σημερινή κατάσταση του οικολογικού κινήματος

Όταν το 1992 διαλύθηκαν οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί, ελάχιστοι είχαν συνειδητοποιήσει σε τι βαθμό συμπαρασύρονταν ολόκληρος ο οικολογικός χώρος.

Οι περισσότερες ομάδες-μέλη ήταν διαλυμένες ή υπό διάλυση και οι κυριότερες εξαιρέσεις (Θεσσαλονίκη, φοιτητικοί χώροι) είχαν σαφή γεωγραφικά ή κοινωνικά όρια.

Οι επιπτώσεις στη συγκρότηση ενός οικολογικού πολιτικού υποκειμένου ήταν οδυνηρές : αναστολή ζυμώσεων και διεργασιών σύγκλισης, καχυποψία και ένταση μεταξύ των στελεχών, ανακοπή της παραγωγής οικολογικών προτάσεων στα βασικά προβλήματα, περιορισμένη προβολή στα ΜΜΕ. Η επαφή εντός του οικολογικού χώρου, αλλά και εκτός (με το όποιο ευρύτερο ακροατήριο) ήταν πλέον παραπάνω από προβληματική :
Από την άλλη πλευρά, τα καθημερινά περιβαλλοντικά προβλήματα και αυξανόμενες απαιτήσεις στα θέματα ποιότητας ζωής πίεζαν για άμεσες και αποτελεσματικές απαντήσεις. Το γεγονός αυτό ευνόησε τη στροφή προς τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ιδίως διεθνείς) σε βάρος της πολιτικής δράσης. Παράλληλα το διογκούμενο αίτημα για προστασία του περιβάλλοντος ενεργοποίησε πολίτες και από άλλους πολιτικούς χώρους, κυρίως της αριστεράς, η οποία όμως εξακολουθούσε να αντιλαμβάνεται την οικολογία ως απλό θεματικό κίνημα.

Οι περισσότερες περιβαλλοντικές οργανώσεις, διαπιστώνοντας τα περιορισμένα τους όρια να επηρεάζουν και να κινητοποιούν την κοινωνία, διαμορφώθηκαν ως ομάδες πίεσης με έντονη προσφυγή στον τύπο, σε νομικά μέτρα (κυρίως ΣτΕ ή και Ευρ. Ένωση) και σε τοπικές συμμαχίες. Τέτοιες πρακτικές συχνά αποδείχτηκαν αποτελεσματικές και επανασύνδεσαν έμμεσα το περιβάλλον με την πολιτική, χωρίς πάντως να επηρεάζουν τις προτεραιότητες των πολιτικών σχηματισμών.

Όμως ο παλιός οικολογικός χώρος έμεινε βασικά αποκομμένος από όλα αυτά. Το 1993 οι συμφωνίες της «ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ» με τον ΣΥΝ θα αποτελέσουν μεμονωμένη περίπτωση με άδοξο τέλος. Εξίσου άδοξο τέλος είχε όμως και το αυτόνομο σχήμα της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, που καταποντίστηκε στις ευρωεκλογές του 1994 χωρίς καν να γίνει στοιχειωδώς γνωστό. Μεγάλο μέρος των παλαιών και νέων οικολογικών ψήφων προτίμησαν τον ΣΥΝ (και ιδιαίτερα τον Μιχ. Παπαγιαννάκη) για τη στήριξη που τους παρείχε σε επιμέρους ζητήματα.

Χωρίς επαφή με το εκλογικό σώμα και χωρίς στοιχειώδη εσωτερική συνοχή, οι εναπομένοντες της οικολογίας έπαψαν να αποτελούν ιδιαίτερο πολιτικό χώρο. Η εξαίρεση της Θεσσαλονίκης, όπου διατηρήθηκε επιτυχημένη τοπική και δημοτική παρέμβαση, δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει τα πράγματα. Στο μεταξύ οι Ευρωπαίοι Πράσινοι άρχισαν να ξεθωριάζουν σε ριζοσπαστισμό (και να κερδίζουν σε ρεαλισμό), καθώς πολλά πράσινα κόμματα είχαν στραφεί σε λογικές κυβερνητικών συνεργασιών (και συμβιβασμών).
Έτσι η δημιουργία της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (1996) ήταν άνευ αντικειμένου, αφού αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση ενός χώρου που πρακτικά δεν υπήρχε πλέον. Αδυνατώντας να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα και να ξεπεράσει τις εσωτερικές διενέξεις η ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ έμεινε στο περιθώριο και δεν κατάφερε να πολιτογραφηθεί ως πολιτικό κόμμα.
Η συνέχεια όμως ήταν ανέλπιστα θετική. Οι Ολυμπιακές χωροθετήσεις και οι παρενέργειες των «μεγάλων έργων», η συνταγματική αναθεώρηση αλλά και η νομοθετική καταιγίδα για τα δάση και το κτηματολόγιο, θα δείξουν τα όρια των τακτικών της δεκαετίας του 1990. Στο ευρύτατο κίνημα που δημιουργήθηκε, θα ξανατεθεί μετά από πολλά χρόνια η πολιτική διάσταση της οικολογίας.

Σ αυτό βοήθησε και η διεθνής συγκυρία και συγκεκριμένα το παγκόσμιο κίνημα που γεννήθηκε την ίδια περίοδο στο Σηάτλ, με πασιφανείς πράσινες συνιστώσες. Η διεθνής εικόνα των Πράσινων ορίζεται πια όλο και λιγότερο από τη Γερμανία. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες για τις διεθνείς κινητοποιήσεις δίνουν και πάλι τη δυνατότητα να διατυπωθεί ένας συνολικότερος λόγος και μάλιστα σε νέα ακροατήρια.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι

Οι συνθήκες αυτές καθόρισαν και την πορεία του Οικολογικού Φόρουμ, που είχε ξεκινήσει μετά τις εκλογές του 2000 ως χώρος διαλόγου και προβληματισμού. Το Φόρουμ μετεξελίχθηκε τελικά σε πρωτοβουλία αυτόνομης πολιτικής ανασυγκρότησης του οικολογικού χώρου για να καταλήξει στην ιδρυτική Συνδιάσκεψη των Οικολόγων Πράσινων, τον Δεκέμβριο του 2002.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι μέσα από μια πεντάχρονη πορεία έντονων εσωτερικών διεργασιών και προσεκτικών βημάτων, προσπάθησαν να πείσουν – και σε σημαντικό βαθμό το κατάφεραν- ότι η οικολογία μπορεί να έχει και πάλι σοβαρή αυτόνομη προοπτική. Το εγχείρημα φυσικά δέχτηκε αρκετά βέλη, όχι μόνο από άλλους κομματικούς χώρους, αλλά και από όσους οικειοθελώς αποχώρησαν ή / και προσχώρησαν ως συνεργαζόμενοι σε άλλα κόμματα. Όμως το 1,05 % που επέτυχαν οι Πράσινοι στις εκλογές του 2007, παρότι υποδεέστερο των προσδοκιών, τους κατοχύρωσε σαν το πιο αναγνωρίσιμο σχήμα της πολιτικής οικολογία στην Ελλάδα σήμερα.

Είναι γεγονός, βέβαια, ότι στο ποσοστό αυτό βοήθησε και η πολιτική συγκυρία. Το 2007 ήταν η χρονιά που τα ζητήματα του περιβάλλοντος απογειώθηκαν και βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός νέου κύματος ευαισθητοποίησης, σε διεθνές επίπεδο. Και στην Ελλάδα το περιβάλλον από περιθωριακό ή δευτερεύον ζήτημα σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Για πρώτη φορά μια οικολογική καταστροφή όπως οι πυρκαγιές έγινε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, γεγονός που υποχρέωσε και τα κόμματα να αναδιατάξουν – συγκυριακά μόνο –τις προτεραιότητες τους, υπερακοντίζοντας σε περιβαλλοντικά συνθήματα.

Το εκλογικό εγχείρημα των Οικολόγων Πρασίνων δεν είχε την καθολική στήριξη των οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Αρκετοί ήταν εκείνοι που έμειναν ουδέτεροι ή αμήχανοι, ενώ δεν έλειψαν και τα βέλη από τους κομματικούς χώρους που συνεργάστηκαν και στέγασαν στελέχη του παλιού οικολογικού χώρου. Πιο έντονη ήταν η κριτική του ΣΥΝ, που επιχειρώντας να μειώσει το ειδικό βάρος του 1,05 %, απέδωσε το νούμερο κυρίως στη συγκυρία.

Αυτού του είδους τα εύκολα συμπεράσματα μπορεί μεν να περιέχουν μια δόση αληθείας, αλλά κατά βάση αγνοούν ή σνομπάρουν τις εξελίξεις των οικολογικών αγώνων, συντηρώντας το λεγόμενο «μικρό δικομματισμό» των κομμάτων της κοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Πράγματι η άνοδος των τοπικών περιβαλλοντικών αγώνων τα τελευταία χρόνια, η ενίσχυση του εθελοντισμού και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, η ώσμωση με τις διεθνείς οικολογικές ανησυχίες και δράσεις με επίκεντρο τις κλιματικές αλλαγές, τα τοπικά κινήματα υπεράσπισης της δημόσιας κτήσης (ελεύθεροι χώροι, δάση, αιγιαλός, αυθαίρετα, κτηματολόγιο), το μικρό αλλά πολύ σημαντικό ρεύμα επιστροφής από τις πόλεις στην ύπαιθρο, οι αυθόρμητες κινητοποιήσεις των πολιτών για τις πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, έδειξαν ότι μια μικρή –αλλά όχι ευκαταφρόνητη – μερίδα πολιτών αναζητούσε μια διαφορετική πολιτική έκφραση, την οικολογική.

Οι 75.000 ψήφοι των Οικολόγων Πράσινων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές ερμηνεύονται ως επικύρωση των οικολογικών προτάσεων, ως απαίτηση για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, αλλά και ως θετική παρενέργεια της γενικότερης επανόδου των Πρασίνων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Το αποτέλεσμα κρίνεται σημαντικό και για έναν άλλο λόγο : είναι η πρώτη φορά που ένα μικρό, σχεδόν άγνωστο κόμμα περνάει το φράγμα του 1%, με μηδενική σχεδόν παρουσία στα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης και αμελητέες οργανωτικές και οικονομικές δυνατότητες. Μαζί με τις κινητοποιήσεις για τα δάση, το αποτέλεσμα αυτό σηματοδοτεί και την απαρχή του Διαδικτύου ως υπολογίσιμης ρωγμής στο μονοπώλιο των ΜΜΕ στην πολιτική ενημέρωση.

Τι μέλλει γενέσθαι

Αυτά που μένουν όμως να γίνουν από τα στελέχη και τους φίλους της Οικολογίας, είναι πολύ περισσότερα. Να μερικά :

  • Οι Οικολόγοι Πράσινοι να κρατήσουν χαμηλούς τόνους στο θέμα της εκπροσώπησης της πολιτικής οικολογίας, η οποία διαχέεται, ως άτομα ή ως ιδέες, και σε άλλους σχηματισμούς. Σε κινήματα που αμφισβητούν τις παραδοσιακές δομές κομματικής οργάνωσης δεν χωρούν λογικές αποκλειστικότητας.

  • Για ένα πολιτικό κίνημα, όπως οι Οικολόγοι Πράσινοι που επιχειρεί ολοκληρωμένη παρέμβαση στην κοινωνία. η οικολογία είναι το προνομιακό πεδίο αγώνα, αλλά όχι το μοναδικό. Χρειάζονται λοιπόν επεξεργασίες και σε άλλους τομείς. Εύκολο να το λέει κανείς, αλλά και πολύ και δύσκολο να το κάνει, αν θέλει φυσικά να αποφύγει τα στερεότυπα και τα εύκολα συνθήματα. Ειδικά όταν οι υποκειμενικές δυνατότητες είναι περιορισμένες ή μοιρασμένες σε άλλες προτεραιότητες, τότε ο βαθμός δυσκολίας αυξάνει περισσότερο. Το χειρότερο όμως είναι να αποφασίζεις υπό το άγχος των πιεστικών απαιτήσεων της συγκυρίας ή υπό το άγχος της υπερπαραγωγής απόψεων. Στον τομέα αυτό οι Οικολόγοι Πράσινοι έδωσαν τις πρώτες τους εξετάσεις, όμως τα αποτελέσματα είναι δύσκολο να κριθούν. Στα εθνικά θέματα, για παράδειγμα, και ειδικά στα «δύσκολα», όπως το Μακεδονικό ή το σχέδιο Ανάν, οι Πράσινοι επιχείρησαν να απαντήσουν χωρίς φυγομαχίες, βασισμένοι σε μια διεθνιστική, κοσμοπολίτικη λογική, αλλά και επωμιζόμενοι ένα σημαντικό εσωτερικό κόστος. Σε άλλα πάλι όπως το θέμα της Παιδείας δεν κατάφεραν να διαφοροποιηθούν από τη λαϊκίστικη γραμμή της Αριστεράς.

Όμως είναι αναγκαίο να παράγεται άποψη για όλα τα ζητήματα «πάση θυσία» ; Κατά την άποψη αρκετών στελεχών της οικολογίας –εντός και εκτός Οικολόγων Πρασίνων- σε θέματα που δεν έχουν εξασφαλίσει την απαιτούμενη εσωκομματική ωριμότητα, καλον είναι να μην .. πατάμε ξαφνικά το γκάζι. Σε ένα νέο και εύθραυστο κίνημα είναι πιο ρεαλιστικό να ευρεθεί η χρυσή τομή που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του, έστω κι αν αυτό σημαίνει κάποιο κόστος στην «καθαρότητα» των απόψεων.

  • Όσον αφορά στις υπόλοιπες οικολογικές δυνάμεις, που ή παραμένουν μετέωρες ή στεγάζονται σε άλλους κομματικούς χώρους ή αρκούνται σε έναν περιβαλλοντικό ακτιβισμό, (όπως το ΠΑΝΔΟΙΚΟ, ή τα Περιφερειακά Συντονιστικά όργανα των οικολογικών οργανώσεων της χώρας), καλον είναι να δουν κατάματα το νέο σκηνικό της πολιτικής οικολογίας, που διαμόρφωσαν οι εκλογές του 2007. Να χτίσουν μονιμότερες σχέσεις συνεργασίας με τους Οικολόγους Πράσινους, αλλά και όσες δυνάμεις της πολιτικής οικολογίας δεν τους ακολούθησαν. Οι ανάγκες των οικολογικών αγώνων έχουν ανεβεί εκθετικά σε όλα τα επίπεδα και συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια και πολυτέλειες για μεμψιμοιρίες και παλιές κόντρες.

Ανεξάρτητα, τέλος, από τα τεκταινόμενα της πολιτικής οικολογίας και επειδή πάντοτε ισχύει το παλιό αξίωμα ότι «χωρίς κοινωνική δράση δεν υπάρχει πολιτική», εκείνο που χρειαζόμαστε επιτακτικά είναι μια ισχυρή Κοινωνία των Πολιτών, ικανή να παράγει ευρείες θεματικές πλειοψηφίες για ζητήματα περιβάλλοντος και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το άμεσο συνεπακόλουθο μιας τέτοιας κοινωνικής δυναμικής είναι να συνδιαμορφώνει την ατζέντα της πολιτικής συζήτησης, να αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό με νέες δυνάμεις ευνοώντας τη συνεχή ενίσχυση του πράσινου, οικολογικού πόλου.

Όσο όμως οι κοινωνικές προϋποθέσεις συνεχίζουν να εκκρεμούν, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος κινδυνεύει να εξελιχθεί σε απαξίωση της ίδιας της συμμετοχής στα κοινά, με γενίκευση των αντιλήψεων που θέλουν κάθε πολίτη να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του και να επιδιώκει μόνο βραχυπρόθεσμα ατομικά συμφέροντα.

Πηγές :

1. Ι. Παρασκευόπουλος : Εισήγηση στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη των Οικολόγων Πράσινων, 2002
2. Ι. Παρασκευόπουλος, Η. Γιαννίρης, Κ. Διάκος : Εισήγηση στο Συνέδριο των Οικολόγων Πρασίνων, 2008

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Λάζαρος Τσικριτζής

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό