Διλήμματα για τους μεταρρυθμιστές της Κεντροαριστεράς (του Νίκου Μαραντζίδη)

Δ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/12/2017

Σ​​το άρθρο μου στην «Καθημερινή» πριν από δύο εβδομάδες περιέγραψα τους παράγοντες που, κατά τη γνώμη μου, συνέβαλαν στην ήττα των υποψηφίων Καμίνη και Θεοδωράκη στις εκλογές για την ηγεσία του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς. Θεώρησα ως βασικές αιτίες της ήττας την έλλειψη οργανωτικών δυνατοτήτων αλλά και την αδυναμία διαμόρφωσης αφηγήματος πλειοψηφικής δυναμικής που θα συγκινούσε σημαντικά τμήματα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.

Για τις δυνάμεις που υποστήριξαν τους δύο παραπάνω υποψήφιους το ερώτημα τώρα έχει μετατοπιστεί. Θα ακολουθήσουν τους ηγέτες τους στο υπό διαμόρφωση νέο κόμμα, ή θα αποσυρθούν και θα ανοίξουν απογοητευμένες πανιά προς νέες θάλασσες.

Οσοι επιλέξουν να δώσουν μια ευκαιρία στο «Κίνημα Αλλαγής», μπαίνουν σε μια βάρκα που πλέει προς το παρόν σε χαρτογραφημένα ύδατα. Οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ («Γεννηματικές», «Παπανδρεϊκές» και «εκσυγχρονιστικές») που κυριαρχούν διαμορφώνουν ένα περιβάλλον χωρίς μεγάλα ερωτήματα. Σε ιδεολογικό επίπεδο έχουμε τη συνύπαρξη μιας πιο παραδοσιακής και μιας πιο νεωτερικής σοσιαλδημοκρατίας, αν και στην πράξη τα δύο παραπάνω ρεύματα έχουν μικρότερες διαφορές από όσες θέλουν να δείχνουν πως έχουν.

Σε πολιτικό επίπεδο, η προσπάθεια τήρησης ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία του Κ. Μητσοτάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα, αν και συνιστά μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας (οι αμήχανες απαντήσεις στο ερώτημα της επόμενης μέρας των εκλογών είναι η κορυφή του παγόβουνου), θα αποτελέσει τη βασική γραμμή το προσεχές διάστημα.

Σε ό,τι αφορά τέλος το στελεχικό δυναμικό, το αποτέλεσμα κατέγραψε την ύπαρξη μιας νέας διαιρετικής τομής: της νεότερης έναντι της παλιότερης γενιάς στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Το διακύβευμα της διεύρυνσης με «νέο αίμα» έδειξε να είναι μια δευτερευούσης σημασίας υπόθεση που απασχόλησε μόλις το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων που προσήλθαν στις εκλογές του νέου φορέα.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες τι ρόλο μπορούν να έχουν στο νέο κόμμα οι «μεταρρυθμιστές»; Ξεκάθαρα μειοψηφικό. Δεν θα μπορούν να διεκδικήσουν για αρκετό διάστημα να διαμορφώσουν τη βασική ατζέντα του νέου φορέα, ούτε στο επίπεδο των ιδεών ούτε του πολιτικού προγράμματος. Εντούτοις, μειοψηφικός ρόλος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη περιθωριακός ή ανύπαρκτος. Κάτω από συνθήκες και εφόσον πραγματικά αντανακλούν ένα υπαρκτό ρεύμα και όχι στενές προσωπικές φιλοδοξίες, θα έχουν περιθώρια να επηρεάσουν τη φυσιογνωμία του νέου φορέα με στοιχεία μιας πιο φιλελεύθερης ατζέντας, προσανατολισμένης στις αξίες της ανοικτής κοινωνίας και του ανοικτού κόμματος.

Επιπλέον, λόγω του υψηλού ηλικιακού μέσου όρου που συμμετείχε στις εσωκομματικές εκλογές, είναι απολύτως βέβαιο πως θα υπάρξει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο στελεχικό δυναμικό και τους φίλους και τα μέλη που ψήφισαν. Σε κάποιο βαθμό αυτό επιτρέπει, εκτιμώ, μια μεγαλύτερη ανανέωση στο ανθρώπινο δυναμικό του νέου κόμματος από αυτήν που δείχνει το αποτέλεσμα.

Από την άλλη μεριά πάντως, η απογοήτευση για το αποτέλεσμα είναι βέβαιο πως θα απομακρύνει ένα τμήμα κεντρώων μεταρρυθμιστών, οι οποίοι δεν αποκλείεται να επιλέξουν τη Νέα Δημοκρατία, τουλάχιστον για τις επόμενες εκλογές. Ηδη περίπου το 30%-40% των ψηφοφόρων του Ποταμιού λένε πως στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν Ν.Δ. Για αυτούς τους ψηφοφόρους, ο Κ. Μητσοτάκης έχει αναγνωρίσιμα «κεντρώα» και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και απαντά κατευθείαν στο ζήτημα της διακυβέρνησης. Είναι πολύ πιθανό, για το τμήμα εκείνο των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για τους οποίους το «να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ» είναι ψηλά στην ατζέντα, το κριτήριο «τι κυβέρνηση θα έχουμε» να γίνει πρωταρχικής σημασίας. Το μειονέκτημα μιας τέτοιας επιλογής δεν είναι άλλο από τη βεβαιότητα πως οι κεντρώες/φιλελεύθερες απόψεις αποτελούν μειοψηφία στη Ν.Δ., ξένο σώμα, έστω και υπό την ηγεσία του Μητσοτάκη. Επιπλέον, οργανωτικά οι δυνάμεις του μεταρρυθμιστικού κέντρου είναι τόσο μικρές που είναι ασήμαντες για τον νεοδημοκρατικό κορμό. Μπορούν να έχουν ρόλο εκεί μόνο ατομικά, ως «τεχνοκρατικο-πολιτικό» μπόλιασμα έπειτα από επιλογή του ηγέτη.

Συμπερασματικά, η ιστορία του μεταρρυθμιστικού κέντρου των τελευταίων χρόνων έδειξε πως εξαιτίας μιας σειράς λόγων, αυτό δεν μπόρεσε να σταθεί αυτόνομο. Ολες οι κομματικές επιλογές διακριτής καταγραφής του υπήρξαν θνησιγενείς. Ιδιαίτερα η περίπτωση του Ποταμιού, που κάποια στιγμή έδειξε πως θα μπορούσε να συσπειρώσει σε σταθερή βάση τις δυνάμεις του «αριστερού φιλελευθερισμού» αξίζει μελέτης.

Προς το παρόν, το δίλημμα μετά τη νίκη της Φ. Γεννηματά «μέσα ή έξω» από τον νέο φορέα δεν έχει ακόμη απαντηθεί και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα απαντηθεί με ενιαίο τρόπο από τους κεντρώους μεταρρυθμιστές. Βγαίνοντας όμως έξω από τον νέο φορέα, η θέση τους αδυνατίζει δραματικά. Ακόμη κι αν ο ενθουσιασμός τους για τη Γεννηματά δεν είναι μεγάλος, ο ρόλος που θα έχουν στο κόμμα του οποίου εκείνη ηγείται θα είναι αναμφίβολα μεγαλύτερος από οπουδήποτε αλλού. Ισως αυτό τους πείσει. Εξάλλου, καμιά φορά οι γάμοι από συνοικέσιο μπορεί να αναδειχθούν ανθεκτικότεροι στον χρόνο από τους μεγάλους έρωτες.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό