Αρχαία, αλλά όχι απαρχαιωμένα

Α

Οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, θα μπορούσε να πει κανείς,  παραφράζοντας ένα παλαιότερο απόφθεγμα που αναφερόταν στην ψυχανάλυση, είναι ακριβώς εκείνη η ασθένεια την οποία οι εμπνευστές τους ισχυρίζονται ότι θεραπεύουν. Με όλα όσα συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στον χώρο της παιδείας τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα δεν μπορεί κανείς, προπαντός όταν ασχολείται με τις επιστήμες του ανθρώπου, παρά να είναι εκ προοιμίου καχύποπτος στο άκουσμα και μόνο της λέξης «μεταρρύθμιση», αφού η σημασία της τείνει πλέον να ταυτιστεί με την περικοπή ακόμη περισσότερων εδρών, ωρών, και δαπανών που διατίθενται για τις ανθρωπιστικές σπουδές.Υπάρχουν όμως και σπάνιες και απροσδόκητες εξαιρέσεις που εκπλήσσουν ευχάριστα.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας για την αύξηση των ωρών διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο ανήκει κατά την γνώμη μου, παρά τις έντονες και αντιφατικές αντιδράσεις που προκάλεσε, σε αυτές τις θετικές εξαιρέσεις. Άλλωστε από την ανάγνωση των αντιρρήσεων που εκφράστηκαν προκύπτει πως δεν αφορούν αυτήν καθαυτή την αύξηση των ωρών, αλλά την αμήχανη αιτιολόγηση της αναγκαιότητάς της. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, τόσο η πρόταση του Υπουργείου όσο και οι ενστάσεις εναντίον της είναι χρήσιμες, έστω και μόνο επειδή προσφέρουν την αφορμή να επανεξεταστούν, να διασαφηνιστούν και, ενδεχομένως, να επαναπροσδιοριστούν, οι στόχοι και οι τρόποι της διδασκαλίας του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών.
Οι αντιρρήσεις εναντίον της υπουργικής απόφασης κωδικοποιήθηκαν, εύστοχα ως συνήθως, σε δύο «Απολίτιστα Μονοτονικά» από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη (Το Βήμα, 14./21. 11. 2004), τα οποία, μαζί με την σχετική αρθρογραφία του Ι.Ν. Καζάζη στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, είναι, παρά την διαφορετική τους στάση και διάθεση, οι πιο χρήσιμες ίσως συμβολές στην σχετική συζήτηση, καθώς εκπορεύονται από βαθιά γνώση και έγνοια για την σχολική πράξη και τις πολύμορφες δυσκολίες της.
Εκείνο που πάνω απ’όλα προκάλεσε και σκανδάλισε στην υπουργική διατύπωση είναι η σύνδεση της αύξησης των ωρών διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής με την αντιμετώπιση της «λεξιπενίας» των νέων. Οι επικριτές της διαβλέπουν πίσω από αυτή την διατύπωση, πέρα από άγνοια της επιστήμης, κάτι πάρα πολύ χειρότερο: την ιδεολογική πρόθεση να επανασυνδεθεί η νέα με την αρχαία ελληνική γλώσσα, και κατά προέκταση η νέα με την αρχαία Ελλάδα, με παλαιούς, γνωστούς και καταστροφικούς για τον τόπο και την παιδεία του τρόπους. Είτε δηλαδή με μια βραχυκυκλωματική σχέση ταύτισης των δύο γλωσσών και λαών, είτε πάλι με έναν τρόπο που αναγνωρίζει βέβαια την ύπαρξη της ιστορίας και γλωσσικών σταδίων, ερμηνεύει όμως την ιστορική μεταβολή ως εκπτωτική πορεία σε σχέση προς ένα ιδεώδες στάδιο, συνήθως την Αττική διάλεκτο του 5ου π.Χ. αιώνα, και έσχατο σημείο φθοράς και λεξιλογικής ένδειας τη σύγχρονη ελληνική. Σε όσους επικροτούν την υπουργική απόφαση καταλογίζονται μάλιστα ρητές ή υπόρρητες αντιλήψεις περί γλωσσοβιολογικής μοναδικότητας και ανωτερότητας των ελληνικών και των Ελλήνων, στις οποίες λανθάνουν μισόξενες τάσεις. Εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η σύντομη, αλλά περιεκτική πολεμική  του Α.-Φ. Χρηστίδη (Ελευθεροτυπία, 27.11.2004), στην οποία, όπως και σε άλλες παρεμβάσεις, ουσιαστικά επαναλαμβάνονται μερικές καίριες παρατηρήσεις του Γιάννη Ψυχάρη για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και για τον τρόπο που πρέπει να διδάσκονται τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, είναι απολύτως νόμιμη.
Ωστόσο οι κριτικές αυτές αφενός αδικούν, νομίζω, τους αποδέκτες τους. Κανείς δεν φαίνεται να υποστηρίζει την άμεση, αδιαμεσολάβητη χρήση αρχαίων λέξεων με την γραμματική και το συντακτικό τους στην καθημερινή μας γλώσσα∙ ούτε την αρχαιογλωσσία ως αυτοσκοπό ή ταχείας δράσης θεραπευτικό μέσο των υπαρκτών ή ανύπαρκτων αδυναμιών μιας «κατώτερης» νεοελληνικής∙  δύσκολα μπορεί να τους προσάψει κανείς τέλος την κατηγορία ότι ευνοούν οποιονδήποτε γλωσσοβιολογικό εθνικισμό, καθώς υπερασπίζονται την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών επικαλούμενοι το επιχείρημα που προβάλλεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όταν πρόκειται να νομιμοποιηθεί η ύπαρξη ή η διατήρηση του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: την παιδευτική αξία των αρχαιοελληνικών κειμένων. Εκείνο λοιπόν που προκύπτει από την πρόσφατη σχετική αρθρογραφία είναι μάλλον η κοινή πεποίθηση επικρινόντων και επικρινομένων πως η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής οφείλει πρωτίστως να υπηρετεί την αρχαιογνωσία.
Ένα δεύτερο σημείο στις εν λόγω κριτικές που χρειάζεται διευκρίνιση είναι η κεντρική τους πρόταση για τον τρόπο διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, δηλαδή η πλήρης διάκρισή της από τα νεοελληνικά και η χρήση, για την εκμάθησή της, της διδακτικής μεθοδολογίας μιας σύγχρονης ξένης γλώσσας. Όσοι από εμάς είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν τα Αρχαία Ελληνικά και μέσω μιας ευρωπαϊκής γλώσσας γνωρίζουν πόσο γόνιμη μπορεί να είναι μια τέτοια προσέγγιση για έναν Έλληνα, καθώς του αποκαλύπτει μια γλώσσα, αλλά και έναν κόσμο που διαφέρει ριζικά από αυτά που νόμιζε ότι γνωρίζει. Μπορεί όμως να γίνει κάτι τέτοιο μέσω της νέας ελληνικής, και μάλιστα σε παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου; Ίσως δεν είναι αδύνατο, πάντως είναι πολύ δύσκολο. Όχι επειδή τα αρχαία και τα νέα ελληνικά είναι η «ίδια» γλώσσα. Κάθε άλλο. Σωστά έχει επισημανθεί ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά συστήματα με διαφορετική δομή και ότι η όποια ομοιότητα μεταξύ τους εξαντλείται σε μερικές εκατοντάδες το πολύ λέξεις. Εδώ ακριβώς όμως βρίσκεται και το πρόβλημα. Διότι ποιες ή μάλλον τι είδους είναι αυτές οι λέξεις; Κυρίως λέξεις όπως «κόσμος», «ουρανός», «γη», «άνθρωπος», «θεός», «φύση», «νόμος», «ψυχή», «νους», «σώμα», «αίσθηση», «πάθος», «ζωή», «θάνατος», «είμαι», «πόλη», «πολίτης», «δημοκρατία», «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «γνώση», «μάθηση», «πίστη», «λόγος», «λογική», «θεωρία», «επιστήμη», «πράξη», «ηθική», «ποίηση», «τέχνη», «ιστορία», «μέτρο», «μίμηση», «κάλλος», «έπος», «τραγωδία», «ύβρις», «κωμωδία», «ιδέα», «ουσία», «άνδρας», «γυναίκα», «μητέρα», «πατέρας», «παιδί», «δούλος», «βάρβαρος», «οίκος», «έρωτας», «αγάπη», «εκκλησία», «χριστιανός», «εθνικός», «πνεύμα», «αθανασία», «κακό», «αγαθό», «κοινωνία» κ.τ.ό.
Ήδη από αυτήν την πρόχειρη απαρίθμηση διαφαίνεται ότι δεν πρόκειται για οποιεσδήποτε λέξεις, αλλά για εκείνες με τις οποίες κατά πρώτο και κύριο λόγο κατονομάζουμε και περιγράφουμε τόσο προθεωρητικά και θεωρητικά, όσο και στο πεδίο της λογοτεχνίας ή γενικότερα της τέχνης τον εαυτό μας στην σχέση του με τους άλλους και τον κόσμο που μας περιβάλλει∙ γύρω από αυτές τις κρίσιμες λέξεις και το ευρύτερο λεξιλογικό και σημασιολογικό τους πεδίο, μπορεί σχηματικά να πει κανείς, περιστρέφεται όμως και η «ανθρωπιστική» εκπαίδευση και παιδεία. Οι λέξεις αυτές άλλαζαν μέσα στον χρόνο διαρκώς, όχι μόνο στην μορφή, την σύνταξη και την σημασία τους∙ η χρήση μερικών από αυτές ήταν συχνότερη, άλλων αραιότερη, μερικές περνούν στο περιθώριο ή εξαφανίζονται σε μια ορισμένη περίοδο, πολλές επανεισάγονται αργότερα κλπ. Εφόσον σκοπός του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών είναι η αρχαιογνωσία, η προσοχή πρέπει να στραφεί κυρίως στο σημασιολογικό πεδίο. Εδώ οι βαθύτεροι μετασχηματισμοί στο υπό συζήτηση λεξιλόγιο συντελούνται, πολύ γενικά, σε δύο περιόδους: κατά την μετάβαση από την Αρχαιότητα στον Χριστιανισμό και τον χριστιανικό Μεσαίωνα ή το Βυζάντιο, και από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους Χρόνους.
Η ενδιαφέρουσα ιδέα μιας συνοπτικής Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας για το Γυμνάσιο, όπως προτείνεται από τον Μαρωνίτη, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει, νομίζω, να περιλαμβάνει, αν όχι ως οργανικά, τουλάχιστον ως προπαρασκευαστικά της μέρη και υπό την μορφή προσεκτικά επιλεγμένων κειμένων με πυρήνα το λεξιλόγιο που προαναφέρθηκε, τα νέα, τα μεσαιωνικά και τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης. Η διδασκαλία πρέπει να αρχίζει από την οικεία στα παιδιά νεοελληνική γλώσσα, να ακολουθούν  ορισμένα κείμενα της μεσαιωνικής και της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας, κοσμικά και θρησκευτικά (π.χ. αποσπάσματα από βυζαντινούς ύμνους και την Καινή Διαθήκη που ενδεχομένως τα παιδιά ακούν και στην εκκλησία), για να καταλήξει στο κύριο μέρος, δηλαδή τα αρχαία κείμενα από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τον Όμηρο, στα οποία πρωτοδιαμορφώνεται το υπό συζήτηση λεξιλόγιο. Όλα τα κείμενα πρέπει να είναι σύντομα, ερεθιστικά, εύληπτα και να συνοδεύονται από μετάφραση. Το μάθημα πρέπει πρωτίστως να αποσκοπεί στο να αναδείξει ότι οι ίδιες λέξεις ενδέχεται να σημαίνουν σε κάθε γλωσσική και ιστορική περίοδο εντελώς διαφορετικά πράγματα, και δευτερευόντως μόνο, και σε ένα εντελώς στοιχειώδες επίπεδο, στην εξοικείωση των παιδιών με την διαφορετική μορφή και σύνταξη των παλαιοτέρων τύπων της ελληνικής γλώσσας. Θα πρέπει επίσης να εξηγείται το γεγονός ότι υπήρχαν πάντα πολλές ξένες επιδράσεις στην ελληνική, καθώς και ότι πολλά σημαντικά κείμενά της έχουν γραφτεί σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της από εξελληνισμένους ή ελληνομαθείς ξένους. Με βάση σχετικά κείμενα θα πρέπει ακόμη να συζητείται το λεξιλόγιο, με το οποίο περιγράφονται  θέματα όπως π.χ. η «γυναίκα» ή ο «δούλος» κ.τ.ό., για να γίνονται αντιληπτά τα όρια της αρχαιότητας και οι μεταβολές που επέφεραν τόσο ο Χριστιανισμός όσο και οι Νεότεροι Χρόνοι. Στο Λύκειο, όπου οι ώρες των αρχαίων θα έπρεπε τουλάχιστον να ανακατανεμηθούν και να διδάσκονται έστω και για μια ώρα και στην Τρίτη τάξη, θα μπορούσε τέλος να ακολουθήσει, με την συνδρομή και άλλων μαθημάτων, η βαθύτερη κατανόηση της μορφής και του περιεχομένου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας σε αντιδιαστολή κυρίως προς την νέα, με αφετηρία και επίκεντρο όμως πάντα το κοινό λεξιλόγιο. Μέσω της επιλογής των κατάλληλων κειμένων από όλα τα γραμματειακά είδη οι μαθητές θα διδάσκονται την διαμόρφωση του λεξιλογίου αυτού στα αρχικά του γλωσσικά και ειδολογικά συμφραζόμενα.
Με άλλα λόγια: ένα μάθημα Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο, αλλά και το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στο Λύκειο, αντί να επεκτείνεται σε πλάτος, θα έπρεπε να οργανωθεί γύρω από το περιορισμένο, αλλά κρίσιμο κοινό λεξιλόγιο της αρχαίας και νέας ελληνικής. Η Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο θα πρέπει, ξεκινώντας από λέξεις οικείες στα παιδιά, να ανιχνεύει συνοπτικά, προχωρώντας αντίστροφα και με τις απολύτως απαραίτητες μόνο αναφορές στην γραμματική και το συντακτικό, το ιστορικό βάθος των λέξεων, τις κύριες σημασιολογικές διαστρωματώσεις και διαφοροποιήσεις τους μέχρι τα αρχαία κείμενα στα οποία συγκροτείται η αρχική και θεμελιώδης σημασία τους. Με τον τρόπο αυτόν οι μαθητές θα αποκτήσουν μια πρώτη αίσθηση της ιστορικής διάστασης των λέξεων και της γλώσσας, καθώς και των αντιλήψεων που αποτυπώνονται σε αυτήν, πράγμα που με την σειρά του θα επιτρέψει και μια πρώτη κατανόηση των διαφορών ή των ομοιοτήτων μεταξύ της αρχαίας και της νέας ή ακόμη και της μεσαιωνικής ή της πρωτοχριστιανικής πραγματικότητας. Στο Λύκειο θα επιδιώκεται, με την επιλογή των κατάλληλων αρχαίων κειμένων, να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές γιατί πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις ανήκουν μέχρι σήμερα όχι μόνο στο νεοελληνικό, αλλά στο λεξιλόγιο ενός μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας.
Από την διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, με όποια μορφή και αν γίνεται, δεν πρέπει να προσδοκά κανείς άμεσες ευεργετικές επιπτώσεις για την χρήση της νέας ελληνικής. Μέχρι σήμερα, όπως ορθά έχει επισημανθεί, συμβαίνει κατά κανόνα μάλλον το αντίθετο. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, οι οποίες δείχνουν πώς είναι δυνατόν να προκύψουν τέτοιες ευργετικές επιδράσεις. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι πολύ σπάνιες, η προσφορά τους ωστόσο διαθέτει το βάρος να αντισταθμίσει όλες τις αντίθετες περιπτώσεις, όσο πολλές και αν είναι αυτές. Όποιος κλασικός φιλόλογος έχει διαβάσει την υποδειγματική επιστημονική, κυρίως, νεοελληνική πρόζα του Δημήτρη Μαρωνίτη θα καταλάβει τι εννοώ: η πλαστικότητα, η ευελιξία, η ακρίβεια, η ικανότητά της να αποδίδει και τις πιο ανεπαίσθητες αποχρώσεις της εσωτερικής ή της εξωτερικής πραγματικότητας, η χρήση των προθέσεων, οι ετυμολογικοί υπαινιγμοί είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της που δεν είναι νοητά χωρίς την ισόβια, σχεδόν, ενασχόλησή του με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Στις καλύτερες στιγμές του ο λόγος του σου προκαλεί, όπως ακριβώς και τα «κλασικά» αρχαία ελληνικά κείμενα, την αίσθηση ότι βλέπεις και κατανοείς για πρώτη φορά τα πράγματα που περιγράφει. Από το παράδειγμα του Μαρωνίτη διαφαίνεται ότι για να κατανοηθούν τα αρχαία ελληνικά κείμενα στην γλωσσική μορφή και το περιεχόμενό τους, είναι αναγκαίο εκείνο το είδος «αναγνωστικής τέχνης» που απαιτούσε ο Νίτσε από όποιον ήθελε να κατανοήσει το έργο του. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας τέχνης είναι η «επίμονη και επίπονη επανάληψη», κάτι όμως που «προπαντός σήμερα το έχουμε ξεμάθει», έγραφε ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος και φιλόσοφος το 1887. Στην εποχή μας, που βιάζεται παντού και βιάζει τους πάντες και τα πάντα, μια τέτοια αναγνωστική τέχνη είναι ακόμη πιο δυσεύρετη, καθώς αντίκειται πλήρως στον κυρίαρχο στις μέρες μας υστερικό τρόπο ζωής και σκέψης που επενδύει μόνο σε ό,τι μπορεί να αποδώσει άμεσα σε χρήμα και ηδονή. Αυτήν την εντελώς ανεπίκαιρη τέχνη πρέπει όμως να διαθέτουν οι κλασικοί φιλόλογοι, διότι σε αυτούς και μόνο, στον τρόπο που τα διαβάζουν, προσλαμβάνουν και διδάσκουν στους μαθητές και του φοιτητές τους εναπόκειται να τα διατηρήσουν και να αποδείξουν, όπως έλεγε ο Νίτσε, πως «“τα αρχαία” δεν είναι και απαρχαιωμένα».

Αντώνης Ρεγκάκος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Αντώνης Ρεγκάκος

Σχόλια

Αντώνης Ρεγκάκος

Kατηγορίες

Ιστορικό