Τέχνη, Αλήθεια και Πολιτική (Χάρολντ Πίντερ)

Τ

Λόγος αποδοχής βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 2005

Το 1958 έγραψα τα εξής:«Δεν υπάρχουν έντονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ούτε ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο. Κάτι δεν είναι απαραίτητα ή αληθινό ή ψεύτικο• μπορεί να είναι και αληθινό και ψεύτικο».

Πιστεύω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ισχύουν ακόμη και μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν στην εξερεύνηση της πραγματικότητας μέσω της τέχνης. Έτσι, σαν συγγραφέας, τους υπερασπίζομαι, όμως σαν πολίτης δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Σαν πολίτης πρέπει να ρωτήσω: Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα;

Η αλήθεια στο θέατρο είναι για πάντα άπιαστη. Ποτέ δεν τη βρίσκεις εντελώς αλλά είσαι αναγκασμένος να την αναζητάς. Η αναζήτηση είναι σαφώς αυτή που κινεί την προσπάθεια. Η αναζήτηση είναι ο σκοπός σου. Τις περισσότερες φορές σκοντάφτεις πάνω στην αλήθεια στο σκοτάδι, συγκρούεσαι μαζί της ή απλώς κοιτάζεις φευγαλέα μια εικόνα ή μια μορφή που μοιάζει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συχνά χωρίς να συνειδητοποιείς ότι το έχεις κάνει. Όμως η πραγματική αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η μία αλήθεια στη δραματική τέχνη. Υπάρχουν πολλές. Αυτές οι αλήθειες αμφισβητούν η μία την άλλη, αποστρέφονται η μία την άλλη, αντανακλούν η μία την άλλη, αγνοούν η μία την άλλη, πειράζουν η μία την άλλη, δε βλέπουν η μία την άλλη. Μερικές φορές νιώθεις ότι έχεις την αλήθεια μιας στιγμής στο χέρι σου, μετά γλιστράει μέσα απ’ τα δάχτυλα σου και χάνεται.

Με ρωτάνε συχνά πώς γίνονται τα έργα μου. Δεν μπορώ να πω. Ούτε μπορώ ποτέ να κρίνω τα έργα μου, πέραν του να πω ότι αυτό συνέβη. Αυτό είπαν. Αυτό έκαναν.

Τα περισσότερα έργα γεννιούνται από μια φράση, μια λέξη ή μια εικόνα. Συχνά η δεδομένη λέξη ακολουθείται σύντομα από την εικόνα. Θα δώσω δυο παραδείγματα δυο φράσεων που μου ήρθαν ξαφνικά στο μυαλό, κι έπειτα ακολούθησε μια εικόνα, κι έπειτα εγώ.

Τα έργα είναι Η επιστροφή και οι Παλιοί καιροί. Η πρώτη φράση της Επιστροφής είναι «Τι το έκανες το ψαλίδι;». Η πρώτη φράση των Παλιών καιρών είναι «Σκούρα».

Και στις δύο περιπτώσεις δεν είχα παραπάνω πληροφορίες.

Στην πρώτη περίπτωση κάποιος προφανώς έψαχνε για ένα ψαλίδι και απαιτούσε να μάθει πού βρισκόταν από κάποιον άλλον που υποψιαζόταν ότι πιθανόν να το είχε κλέψει. Αλλά κατά κάποιο τρόπο εγώ ήξερα ότι το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν δεν έδινε δεκάρα για το ψαλίδι ούτε, εδώ που τα λέμε, και για τον ερωτώντα.

Το «Σκούρα» θεώρησα ότι περιέγραφε τα μαλλιά κάποιου, τα μαλλιά μιας γυναίκας, και ήταν η απάντηση σε μια ερώτηση. Και στις δύο περιπτώσεις ένιωσα την ανάγκη να ψάξω παραπέρα το θέμα. Αυτό έγινε οπτικά, ένα πολύ αργό πέρασμα, απ’ το σκοτάδι στο φως.

Πάντα ξεκινάω ένα έργο ονομάζοντας τα πρόσωπα Α, Β και Γ.

Στο έργο που έγινε Η επιστροφή είδα έναν άντρα να μπαίνει σ’ ένα μουντό δωμάτιο και να κάνει την ερώτηση του σ’ ένα νεότερο άντρα που καθόταν σ’ έναν άσχημο καναπέ και διάβαζε μια εφημερίδα για ιπποδρομίες. Υποψιάστηκα κατά κάποιον τρόπο ότι ο Α ήταν πατέρας κι ότι ο Β ήταν ο γιος του, αλλά δεν είχα αποδείξεις. Αυτό ωστόσο επιβεβαιώθηκε λίγη ώρα αργότερα όταν ο Β (που αργότερα θα ονομαζόταν Λένι) λέει στον Α (που αργότερα θα ονομαζόταν Μαξ), «Μπαμπά, σε πειράζει ν’ αλλάξω το θέμα; Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Το βραδινό που φάγαμε πριν, πώς λεγόταν; Τι όνομα έχει; Γιατί δεν αγοράζεις σκύλο; Είσαι μάγειρας για σκύλους. Χωρίς πλάκα. Νομίζεις ότι μαγειρεύεις για πολλούς σκύλους». Έτσι, απ’ τη στιγμή που ο Β αποκαλεί τον Α «Μπαμπά», μου φάνηκε λογικό να υποθέσω ότι ήταν πατέρας και γιος. Ο Α επίσης ήταν ολοφάνερα ο μάγειρας και η μαγειρική του δε φαινόταν να εκτιμάται και πολύ. Άραγε αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε μητέρα; Δεν ήξερα. Αλλά, όπως είπα τότε στον εαυτό μου, η αρχή μας ποτέ δεν ξέρει το τέλος μας.

«Σκούρα». Ένα μεγάλο παράθυρο. Βραδινός ουρανός. Ένας άντρας, ο Α (που αργότερα θα ονομαζόταν Ντίλι), και μια γυναίκα, η Β (που αργότερα θα ονομαζόταν Κέιτ), κάθονται με ποτά. «Χοντρή ή λεπτή;» ρωτάει ο άντρας. Για ποιον μιλάνε; Στη συνέχεια όμως βλέπω να στέκεται στο παράθυρο μια γυναίκα, η Γ (που αργότερα θα ονομαζόταν Άννα), σε άλλες συνθήκες φωτισμού, πλάτη α αυτούς, σκούρα μαλλιά.

Είναι μια παράξενη στιγμή, η στιγμή που πλάθεις πρόσωπα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχαν. Αυτό που ακολουθεί είναι σπασμωδικό, αβέβαιο, ακόμη και ψευδαισθητικό, αν και μερικές φορές μπορεί να είναι μια ασυγκράτητη χιονοστιβάδα. Η θέση του συγγραφέα είναι περίεργη. Κατά μία έννοια τα πρόσωπα δεν τον καλοδέχονται. Τα πρόσωπα του αντιστέκονται, δεν είναι εύκολο να ζεις μαζί τους, είναι αδύνατο να προσδιοριστούν. Σίγουρα δεν μπορείς να τους επιβληθείς. Μέχρις ενός σημείου παίζεις ένα ατέλειωτο παιχνίδι μαζί τους, γάτα και ποντίκι, τυφλόμυγα, κρυφτούλι. Αλλά τελικά ανακαλύπτεις ότι έχεις ανθρώπους με σάρκα και αίμα στα χέρια σου, ανθρώπους με βούληση και μια δική τους ιδιαίτερη ευαισθησία, φτιαγμένους από συστατικά που δεν μπορείς ν’ αλλάξεις, να χειραγωγήσεις ή να παραμορφώσεις.

Έτσι η γλώσσα στην τέχνη παραμένει μια εξαιρετικά διφορούμενη υπόθεση, κινούμενη άμμος, τραμπολίνο, μια παγωμένη λίμνη που μπορεί να σπάσει κάτω από σένα, το συγγραφέα, ανά πάσα στιγμή.

Αλλά, όπως είπα, η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να σταματήσει ποτέ. Δεν μπορεί να διακοπεί, δεν μπορεί να αναβληθεί. Πρέπει να τη δει κανείς κατά πρόσωπο, εκεί ακριβώς, επιτόπου.

Το πολιτικό θέατρο παρουσιάζει ένα τελείως διαφορετικό σύνολο προβλημάτων. Το κήρυγμα πρέπει ν’ αποφεύγεται πάση θυσία. Η αντικειμενικότητα είναι απαραίτητη. Πρέπει ν’ αφήνει κανείς τα πρόσωπα να αναπνέουν το δικό τους αέρα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να τα περιορίζει και να τα αναστέλλει για να ικανοποιήσει το γούστο, το χαρακτήρα ή την προκατάληψη του. Πρέπει να είναι προετοιμασμένος να τα προσεγγίσει από πολλές διαφορετικές γωνίες, από μια πλήρη κι απεριόριστη γκάμα απόψεων, να τα εκπλήξει ίσως κάπου κάπου, αλλά εντούτοις να τους δώσει την ελευθερία να τραβήξουν όποιο δρόμο θέλουν. Αυτό δε λειτουργεί πάντα. Και η πολιτική σάτιρα, ασφαλώς, δεν κολλάει σε κανέναν απ’ αυτούς τους κανόνες, στην πραγματικότητα κάνει ακριβώς το αντίθετο, κι αυτή είναι η σωστή της λειτουργία.

Στο έργο μου Πάρτι γενεθλίων νομίζω ότι επιτρέπω μια ολόκληρη γκάμα επιλογών να λειτουργήσει σ’ ένα πυκνό δάσος δυνατοτήτων πριν τελικά επικεντρωθώ σε μια πράξη υποταγής.

Η Βουνίσια γλώσσα δεν υποκρίνεται τέτοιο φάσμα λειτουργίας. Παραμένει σκληρή, σύντομη κι αποκρουστική. Όμως οι στρατιώτες στο έργο περνάνε αρκετά καλά μ’ αυτό. Ξεχνάει καμιά φορά κανείς ότι οι βασανιστές βαριούνται εύκολα. Χρειάζονται λίγη πλάκα για να κρατήσουν ψηλά το ηθικό τους. Αυτό βεβαίως έχει επιβεβαιωθεί απ’ τα γεγονότα στο Άμπου Γκράιμπ στη Βαγδάτη. Η Βουνίσια γλώσσα διαρκεί μόνο 20 λεπτά, αλλά θα μπορούσε να συνεχίζεται για ατέλειωτες ώρες, ασταμάτητα, το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ασταμάτητα, ατέλειωτες ώρες.

Το Τέφρα και σκιά, απ’ την άλλη, μου φαίνεται σαν να διαδραματίζεται κάτω απ’ το νερό. Μια γυναίκα που πνίγεται, το χέρι της υψώνεται μέσα απ’ τα κύματα, πέφτει κάτω, χάνεται, απλώνεται αναζητώντας άλλους, χωρίς όμως να βρίσκει κανέναν, είτε πάνω είτε κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού, βρίσκει μόνο σκιές, αντανακλάσεις, επιπλέοντα αντικείμενα. Η γυναίκα μια χαμένη φιγούρα σ’ ένα τοπίο που βυθίζεται, μια γυναίκα ανήμπορη να ξεφύγει απ’ την κατάρα που έμοιαζε ν’ ανήκει μόνο σε άλλους.

Αλλά όπως εκείνοι πέθαναν, πρέπει να πεθάνει κι αυτή.

Η πολιτική γλώσσα, όπως τη χρησιμοποιούν οι πολιτικοί, δε διακινδυνεύει να μπει σε τέτοιες περιοχές, απ’ τη στιγμή που η πλειοψηφία των πολιτικών, συμφωνά με τις ενδείξεις που έχουμε στη διάθεση μας, δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια αλλά για την εξουσία και για τη διατήρηση αυτής της εξουσίας. Για να διατηρήσουν αυτήν την εξουσία είναι βασικό οι άνθρωποι να παραμένουν σε άγνοια, να ζουν αγνοώντας την αλήθεια, ακόμη και την αλήθεια της ίδιας τους της ζωής. Αυτό που μας περιβάλλει επομένως είναι ένας απέραντος καμβάς ψεμάτων, με τα οποία τρεφόμαστε.

Όπως γνωρίζει ο καθένας εδώ, η δικαιολογία για την εισβολή στο Ιράκ ήταν ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε στην κατοχή του μια τρομερά επικίνδυνη συλλογή όπλων μαζικής καταστροφής, μερικά απ’ τα οποία μπορούσαν να πυροδοτηθούν σε 45 λεπτά, επιφέροντας τρομερή καταστροφή. Μας διαβεβαίωναν ότι αυτό είναι αλήθεια. Δεν ήταν. Μας είπαν ότι το Ιράκ είχε σχέση με την Αλ Κάιντα και ήταν συνυπεύθυνο για τη φρικαλεότητα στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Μας διαβεβαίωναν ότι αυτό είναι αλήθεια. Δεν ήταν. Μας είπαν ότι το Ιράκ απειλούσε την ασφάλεια του κόσμου. Μας διαβεβαίωναν ότι αυτό είναι αλήθεια. Δεν ήταν.

Η αλήθεια είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η αλήθεια έχει να κάνει με το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται το ρόλο τους στον κόσμο και πώς επιλέγουν να τον εκφράσουν.

Όμως πριν επανέλθω στο παρόν θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στο πρόσφατο παρελθόν, και μ’ αυτό εννοώ την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πιστεύω ότι έχουμε υποχρέωση να υποβάλουμε αυτήν την περίοδο τουλάχιστον σε κάποιο είδος, ακόμη και περιορισμένης, εξέτασης, που είναι και το μόνο που μας επιτρέπουν τα χρονικά περιθώρια εδώ.

Όλοι ξέρουμε τι συνέβη στη Σοβιετική Ένωση και σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου: η συστηματική θηριωδία, οι εκτεταμένες φρικαλεότητες, η αδίστακτη καταπίεση της ατομικής σκέψης. Όλα αυτά έχουν τεκμηριωθεί κι επιβεβαιωθεί πλήρως.

Όμως το επιχείρημα μου εδώ είναι ότι τα εγκλήματα των ΗΠΑ την ίδια περίοδο μόνο επιφανειακά έχουν καταγραφεί, πόσο μάλλον τεκμηριωθεί, πόσο μάλλον ομολογηθεί, πόσο μάλλον αναγνωριστεί καν ως εγκλήματα. Πιστεύω ότι αυτό θα πρέπει να ειπωθεί, κι ότι η αλήθεια έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κόσμου σήμερα. Αν και περιορισμένες, σε κάποιο βαθμό, από την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, οι ενέργειες τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο έδειξαν καθαρά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συμπεράνει πως μπορούσαν να κάνουν εν λευκώ ό,τι θέλουν.

Η άμεση εισβολή σ’ ένα κυρίαρχο κράτος στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ η αγαπημένη μέθοδος της Αμερικής. Κυρίως προτιμούσε αυτό που έχει περιγράψει σαν «σύγκρουση χαμηλής έντασης». Σύγκρουση χαμηλής έντασης σημαίνει ότι χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά πιο αργά απ’ ό,τι αν έριχνες σ’ όλους μονομιάς μια βόμβα. Σημαίνει ότι μολύνεις την καρδιά της χώρας, ότι δημιουργείς έναν κακοήθη όγκο και κάθεσαι και βλέπεις τη γάγγραινα να θεριεύει. Όταν ο λαός έχει σκύψει το κεφάλι ή έχει χτυπηθεί μέχρι θανάτου -το ίδιο είναι- και οι φίλοι σου, ο στρατός και οι μεγάλες εταιρίες, κάθονται αναπαυτικά στην εξουσία, βγαίνεις μπροστά στις κάμερες και λες ότι κέρδισε η δημοκρατία. Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στα χρόνια στα οποία αναφέρομαι.

Η τραγωδία της Νικαράγουας υπήρξε μια πολύ ενδεικτική περίπτωση. Διαλέγω να την αναφέρω εδώ σαν ένα δυνατό παράδειγμα της ιδέας που έχει η Αμερική για το ρόλο της στον κόσμο, και τότε και τώρα.

Ήμουν παρών σε μια συνάντηση στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών επρόκειτο ν’ αποφασίσει αν θα έδινε περισσότερα χρήματα στους Κόντρας στην εκστρατεία τους κατά του κράτους της Νικαράγουας. Εγώ ήμουν μέλος μιας αντιπροσωπείας που μιλούσε εκ μέρους της Νικαράγουας, όμως το πιο σημαντικό μέλος αυτής της αντιπροσωπείας ήταν κάποιος Πατέρας Τζον Μέτκαλφ. Επικεφαλής του αμερικάνικου σώματος ήταν ο Ρέιμοντ Σιτζ (τότε νούμερο δυο μετά τον πρέσβη, αργότερα πρέσβης ο ίδιος). Ο Πατέρας Μέτκαλφ είπε: «Κύριε, διευθύνω μια ενορία στα βόρεια της Νικαράγουας. Οι ενορίτες μου έκτισαν ένα σχολείο, ένα κέντρο υγείας, ένα πολιτιστικό κέντρο. Ζούσαμε ειρηνικά. Λίγους μήνες πριν, μια δύναμη των Κόντρας επιτέθηκε εναντίον της ενορίας. Κατέστρεψαν τα πάντα: το σχολείο, το κέντρο υγείας, το πολιτιστικό κέντρο. Βίασαν νοσοκόμες και δασκάλες κι έσφαξαν γιατρούς με τον πιο κτηνώδη τρόπο. Συμπεριφέρθηκαν σαν άγριοι. Παρακαλώ, απαιτήστε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να αποσύρει τη βοήθεια της απ’ αυτήν τη φρικτή τρομοκρατική δράση».

Ο Ρέιμοντ Σιτζ είχε πολύ καλή φήμη σαν λογικός, υπεύθυνος και εξαιρετικά εκλεπτυσμένος άνθρωπος. Τον σέβονταν πολύ στους διπλωματικούς κύκλους. Άκουσε, έκανε μια παύση κι έπειτα μίλησε με μεγάλη σοβαρότητα. «Πάτερ», είπε, «επιτρέψτε μου να σας πω κάτι. Στον πόλεμο, πάντα υποφέρουν οι αθώοι». Έγινε μια παγωμένη σιωπή. Μείναμε να τον κοιτάμε. Δεν τράβηξε το βλέμμα του.

Πράγματι, πάντα υποφέρουν οι αθώοι.

Τελικά κάποιος είπε: «Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση οι “αθώοι” ήταν τα θύματα μιας ανατριχιαστικής φρικαλεότητας που χρηματοδότησε η κυβέρνηση σας, μιας απ’ τις πολλές. Αν το Κογκρέσο συνεχίσει να παρέχει χρήματα στους Κόντρας, θα συμβούν κι άλλες φρικαλεότητες αυτού του είδους. Δεν είναι έτσι; Δεν είναι επομένως η κυβέρνηση σας ένοχη για υποστήριξη σε εγκληματικές και καταστροφικές ενέργειες κατά των πολιτών ενός κυρίαρχου κράτους;»

Ο Σιτζ έμεινε ατάραχος. «Δε συμφωνώ ότι τα γεγονότα όπως παρουσιάστηκαν στηρίζουν τους ισχυρισμούς σας», είπε.

Καθώς φεύγαμε απ’ την πρεσβεία ένας Αμερικανός ακόλουθος μου είπε ότι του άρεσαν τα έργα μου. Δεν απάντησα.

Θα πρέπει να σας θυμίσω ότι την εποχή εκείνη ο πρόεδρος Ρέιγκαν έκανε την παρακάτω δήλωση: «Οι Κόντρας είναι ηθικά ισοδύναμοι με τους Πατέρες του Έθνους μας».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν τη βάρβαρη δικτατορία Σομόζα στη Νικαράγουα για πάνω από σαράντα χρόνια. Ο λαός της Νικαράγουας, οδηγούμενος από τους Σαντινίστας, ανέτρεψε αυτό το καθεστώς το 1979, με μια καταπληκτική, λαϊκή επανάσταση.

Οι Σαντινίστας δεν ήταν τέλειοι. Είχαν κι αυτοί την αλαζονεία τους και η πολιτική τους φιλοσοφία περιείχε πολλά αντιφατικά στοιχεία. Ήταν όμως έξυπνοι, λογικοί και πολιτισμένοι. Έβαλαν σκοπό να εδραιώσουν μια στέρεη, σωστή, πλουραλιστική κοινωνία. Η θανατική ποινή καταργήθηκε. Εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι χωρικοί γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο. Σε πάνω από 100.000 οικογένειες δόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας. Κτίστηκαν 2.000 σχολεία. Μια καταπληκτική εκπαιδευτική εκστρατεία μείωσε τον αναλφαβητισμό στη χώρα σε λιγότερο από το ένα έβδομο. Καθιερώθηκε η δωρεάν παιδεία και δωρεάν σύστημα υγείας. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά ένα τρίτο. Η πολιομυελίτιδα εξαφανίστηκε.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατήγγειλαν αυτά τα επιτεύγματα ως μαρξιστική-λενινιστική υπονόμευση. Κατά την άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, δινόταν ένα επικίνδυνο παράδειγμα. Αν επιτρεπόταν στη Νικαράγουα να καθιερώσει βασικούς κανόνες κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης, αν της επιτρεπόταν ν’ ανεβάσει το επίπεδο της υγείας και της εκπαίδευσης και να πετύχει κοινωνική ενότητα και εθνικό αυτοσεβασμό, οι γειτονικές χώρες θα έκαναν τις ίδιες ερωτήσεις και τα ίδια πράγματα. Υπήρχε βέβαια εκείνον τον καιρό έντονη αντίσταση κατά του καθεστώτος στο Ελ Σαλβαδόρ.

Μίλησα προηγουμένως για έναν «καμβά ψεμάτων» που μας περιβάλλει. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν συνήθιζε να περιγράφει τη Νικαράγουα σαν «προπύργιο του ολοκληρωτισμού». Αυτό σε γενικές γραμμές τα ΜΜΕ, και σίγουρα η βρετανική κυβέρνηση, το θεωρούσαν ακριβές και σωστό σχόλιο. Όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία καταγραφή αποσπασμάτων θανάτου στην περίοδο διακυβέρνησης των Σαντινίστας. Δεν υπάρχει καταγραφή βασανιστηρίων. Δεν υπάρχει καταγραφή συστηματικής ή επίσημης στρατιωτικής βαρβαρότητας. Δε δολοφονήθηκαν ποτέ ιερείς στη Νικαράγουα. Υπήρχαν μάλιστα τρεις ιερείς στην κυβέρνηση, δυο Ιησουίτες κι ένας ιεραπόστολος του τάγματος Maryknoll. Τα προπύργια του ολοκληρωτισμού στην πραγματικότητα βρίσκονταν ακριβώς δίπλα, στο Ελ Σαλβαδόρ και τη Γουατεμάλα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανατρέψει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Γουατεμάλας το 1954 και υπολογίζεται ότι πάνω από 200.000 άνθρωποι υπήρξαν θύματα διαδοχικών στρατιωτικών δικτατοριών.

Έξι απ’ τους πιο διακεκριμένους Ιησουίτες στον κόσμο δολοφονήθηκαν άγρια στο Κεντροαμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Σαν Σαλβαδόρ το 1989 από ένα τάγμα του συντάγματος Αλκάτλ εκπαιδευμένο στο Φσρτ Μπένινγκ της Τζόρτζια, στις ΗΠΑ. Αυτός ο εξαιρετικά γενναίος άνθρωπος, ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο, δολοφονήθηκε την ώρα που λειτουργούσε. Υπολογίζεται ότι 75.000 άνθρωποι πέθαναν. Γιατί σκοτώθηκαν; Σκοτώθηκαν γιατί πίστευαν ότι μια καλύτερη ζωή ήταν εφικτή κι έπρεπε να γίνει πραγματικότητα. Αυτή η πίστη τους έκανε αυτόματα κομουνιστές. Πέθαναν γιατί τόλμησαν ν’ αμφισβητήσουν το καθεστώς, το απέραντο τέλμα φτώχειας, αρρώστιας, εξαθλίωσης και καταπίεσης, πράγμα που ήταν αναφαίρετο δικαίωμα τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες τελικά ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Σαντινίστας. Τους πήρε χρόνια και συνάντησαν μεγάλη αντίσταση, αλλά ο αμείλικτος οικονομικός διωγμός και οι 30.000 νεκροί τελικά κλόνισαν το ηθικό του λαοί) της Νικαράγουας. Ήταν εξαντλημένοι κι εξαθλιωμένοι για μιαν ακόμη φορά. Τα καζίνο ξαναγύρισαν στη χώρα. Η δωρεάν υγεία και η δωρεάν εκπαίδευση σταμάτησαν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις επέστρεψαν, πιο άγριες. Η «δημοκρατία» είχε νικήσει.

Όμως αυτή η «πολιτική» δεν περιοριζόταν επ’ ουδενί στην Κεντρική Αμερική. Εφαρμοζόταν α ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν διαρκής. Και είναι σαν να μη συνέβη ποτέ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν και σε αρκετές περιπτώσεις δημιούργησαν κάθε δεξιά στρατιωτική δικτατορία στον κόσμο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αναφέρομαι στην Ινδονησία, την Ελλάδα, την Ουρουγουάη, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, την Αϊτή, την Τουρκία, τις Φιλιππίνες, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ και, φυσικά, τη Χιλή. Η φρίκη που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Χιλή το 1973 δεν μπορεί ποτέ να ξεπλυθεί και δεν μπορεί ποτέ να συγχωρεθεί.

Εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι συνέβησαν σ’ όλες αυτές τις χώρες. Συνέβησαν; Και μπορούν, σε όλες τις περιπτώσεις, να αποδοθούν στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Η απάντηση είναι ναι, συνέβησαν και πρέπει να αποδοθούν στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αλλά δε θα το ξέρατε.

Δε συνέβη ποτέ. Τίποτα δε συνέβη ποτέ. Ακόμη και όσο συνέβαινε δε συνέβαινε. Δεν είχε σημασία. Δεν ενδιέφερε κανέναν. Τα εγκλήματα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν και είναι συστηματικά, διαρκή, άγρια, ανελέητα αλλά πολύ” λίγοι άνθρωποι έχουν στ’ αλήθεια μιλήσει γι’ αυτά. Πρέπει να το αναγνωρίσει κανείς αυτό στην Αμερική. Έχουν διαχειριστεί τελείως παγερά την εξουσία τους παγκοσμίως, φορώντας συγχρόνως το προσωπείο της «δύναμης για το καλό του κόσμου». Είναι ένα έξοχο, ίσως και ευφυές, σίγουρα εξαιρετικά επιτυχημένο νούμερο ύπνωσης.

Σας λέω ότι οι ΗΠΑ είναι χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο σόου στο δρόμο. Μπορεί να είναι βάναυσες, αδιάφορες, περιφρονητικές και αδίστακτες, αλλά είναι και πολύ ξύπνιες. Στο εμπόριο δεν έχουν το ταίρι τους, και το πιο εμπορεύσιμο αγαθό τους είναι ο έρωτας για τον εαυτό τους. Είναι σίγουρος νικητής. Ακούστε όλους τους Αμερικανούς προέδρους στην τηλεόραση να λένε τις λέξεις «ο Αμερικανικός Λαός» όπως στη φράση, «λέω στον Αμερικανικό Λαό ότι είναι ώρα να προσευχηθούμε και να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα του Αμερικανικού Λαού και ζητώ από τον Αμερικανικό Λαό να εμπιστευτεί τον πρόεδρο του στις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί εκ μέρους του Αμερικανικού Λαού».

Έξοχο τέχνασμα. Η γλώσσα χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα για να κρατάει τη σκέψη σε απόσταση. Οι λέξεις «ο Αμερικανικός Λαός» προσφέρουν ένα πραγματικά ηδονικό καθησυχαστικό μαξιλαράκι. Δε χρειάζεται να σκέφτεσαι. Ξάπλωσε μόνο στο μαξιλαράκι. Το μαξιλαράκι μπορεί να πνίγει τη νοημοσύνη σου και τις κριτικές σου ικανότητες αλλά είναι πολύ άνετο. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για τους σαράντα εκατομμύρια ανθρώπους, που ζούνε κάτω απ’ το όριο της φτώχειας και τα δύο εκατομμύρια φυλακισμένους άντρες και γυναίκες στο απέραντο γκουλάγκ φυλακών απ’ άκρη ο άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ασχολούνται πια με τη σύγκρουση χαμηλής έντασης. Δε βρίσκουν πια νόημα στο να είναι συγκρατημένες ή ακόμα και ύπουλες. Ανοίγουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι χωρίς φόβο ή πάθος. Πολύ απλά δε δίνουν δεκάρα για τα Ηνωμένα Έθνη, το διεθνές δίκαιο ή την κριτική διαφωνία, πράγματα που τα θεωρούν αδύναμα και άσχετα. Έχουν και το προβατάκι τους, που τις ακολουθεί κατά πόδας δεμένο με λουρί, τη θλιβερή και παθητική Μεγάλη Βρετανία.

Τι συνέβη στην ηθική μας ευαισθησία; Είχαμε ποτέ καθόλου; Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις; Μήπως αναφέρονται σ’ έναν όρο που πολύ σπάνια χρησιμοποιείται στις μέρες μας – τη συνείδηση; Μια συνείδηση που έχει να κάνει όχι μόνο με τις δικές μας ενέργειες αλλά και με τη συλλογική μας ευθύνη για τις πράξεις των άλλων; Κοιτάξτε το Γκουαντανάμο. Εκατοντάδες άνθρωποι φυλακίζονται χωρίς κατηγορία για πάνω από τρία χρόνια, χωρίς νομική εκπροσώπηση ή τις δέουσες διαδικασίες, φυλακισμένοι, από τυπική άποψη, για πάντα. Αυτή η απόλυτα παράνομη δομή διατηρείται κατά παράβαση της Συνθήκης της Γενεύης. Κι όχι μόνο γίνεται ανεκτή αλλά σχεδόν δεν απασχολεί καθόλου την αποκαλούμενη «διεθνή κοινότητα». Αυτό το ποινικό έγκλημα διαπράττεται από μία χώρα που δηλώνει ότι είναι «ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου». Σκεφτόμαστε τους κατοίκους του Γκουαντανάμο; Τι λένε τα ΜΜΕ γι’ αυτούς; Ξεπετάγονται καμιά φορά – ένα μικρό άρθρο στη σελίδα έξι.

Έχουν σταλεί σε μια νεκρή ζώνη απ’ την οποία στην ουσία ίσως και να μη γυρίσουν ποτέ. Προς το παρόν πολλοί κάνουν απεργία πείνας και ταΐζονται διά της βίας, ανάμεσα τους και κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας. Δεν υπάρχουν λεπτότητες σ’ αυτές τις διαδικασίες ταΐσματος διά της βίας. Δεν υπάρχουν ηρεμιστικά ή αναισθητικά. Μόνο ένας σωλήνας χωμένος στη μύτη σου κι από κει στο λαιμό σου. Ξερνάς αίμα. Αυτό είναι βασανιστήριο. Τι έχει πει γι’ αυτό ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών; Τίποτα. Τι έχει πει γι’ αυτό ο Βρετανός πρωθυπουργός; Τίποτα. Γιατί όχι; Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πει: κάθε κριτική των χειρισμών μας στο Γκουαντανάμο αποτελεί εχθρική πράξη. Είστε μαζί μας ή είστε εναντίον μας. Κι έτσι ο Μπλερ το βουλώνει.

Η εισβολή στο Ιράκ ήταν μια ληστρική ενέργεια, μια ενέργεια κατάφωρης κρατικής τρομοκρατίας, που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση για την έννοια του διεθνούς δικαίου. Η εισβολή ήταν μια αυθαίρετη στρατιωτική ενέργεια παρακινημένη από ατέλειωτα ψέματα και εξόφθαλμη χειραγώγηση των μέσων και συνεπώς του κοινού• μια ενέργεια που σκοπό της είχε την εδραίωση του αμερικάνικου στρατιωτικού και οικονομικού ελέγχου στη Μέση Ανατολή, μεταμφιεσμένη -σαν έσχατη λύση (απ’ τη στιγμή που όλες οι άλλες δικαιολογίες δεν μπόρεσαν να δικαιωθούν)- σε απελευθέρωση. Μια τρομακτική επιβολή στρατιωτικής δύναμης, υπεύθυνη για το θάνατο και τον ακρωτηριασμό αμέτρητων χιλιάδων αθώων ανθρώπων.

Έχουμε φέρει βασανιστήρια, βόμβες διασποράς, απεμπλουτισμένο ουράνιο, αμέτρητες δολοφονίες στα τυφλά, φτώχεια, εξαθλίωση και θάνατο στο λαό του Ιράκ κι αυτό το αποκαλούμε «εισαγωγή ελευθερίας και δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή».

Πόσους ανθρώπους πρέπει να σκοτώσεις για να μπορείς να χαρακτηριστείς κατά συρροήν δολοφόνος και εγκληματίας πολέμου; Εκατό χιλιάδες; Φτάνουν και περισσεύουν, θα έλεγα. Συνεπώς απομένει να προσαχθούν οι Μπους και Μπλερ ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Όμως ο Μπους φάνηκε ξύπνιος. Δεν έχει επικυρώσει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Επομένως αν κάποιος Αμερικανός στρατιώτης ή, εν προκειμένω, πολιτικός, βρεθεί στο εδώλιο, ο Μπους έχει προειδοποιήσει ότι θα στείλει τους πεζοναύτες. Όμως ο Τόνι Μπλερ έχει επικυρώσει το Δικαστήριο κι επομένως είναι διαθέσιμος για ποινική δίωξη. Μπορούμε να δώσουμε στο Δικαστήριο τη διεύθυνση του, αν ενδιαφέρεται. Είναι Ντάουνινγκ Στριτ 10, Λονδίνο.

Οι θάνατοι, απ’ αυτήν την άποψη, είναι άσχετοι. Τόσο ο Μπους όσο και ο Μπλερ αφήνουν τους θανάτους τελείως στην άκρη. Τουλάχιστον 100.000 Ιρακινοί σκοτώθηκαν από αμερικανικές βόμβες και βλήματα πριν αρχίσει η ιρακινή εξέγερση. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν σημασία. Οι θάνατοι τους δεν υπάρχουν. Έχουν σβηστεί. Δεν έχουν καν καταγραφεί σαν νεκροί. «Δε μετράμε πτώματα», είπε ο Αμερικανός στρατηγός Τόμι Φρανκς.

Στις αρχές της εισβολής δημοσιεύτηκε στις πρώτες σελίδες βρετανικών εφημερίδων μια φωτογραφία του Τόνι Μπλερ να φιλάει ένα μικρό Ιρακινό στο μάγουλο. «Ένα ευγνώμον παιδί», έλεγε η λεζάντα. Μερικές μέρες αργότερα υπήρχε στις μέσα σελίδες μια ιστορία, μαζί με φωτογραφία, ενός άλλου τετράχρονου αγοριού χωρίς χέρια. Η οικογένεια του είχε σκοτωθεί από βλήμα. Ήταν ο μόνος που επέζησε. «Πότε θα πάρω τα χέρια μου πίσω;» ρωτούσε. Σ’ αυτήν την ιστορία δε δόθηκε σημασία. Ε, τι να γίνει, δεν τον κρατούσε ο Τόνι Μπλερ στα χέρια του, ούτε αυτόν ούτε το σώμα κανενός άλλου ακρωτηριασμένου παιδιού, ούτε κανένα ματωμένο πτώμα. Το αίμα είναι βρόμικο. Λερώνει το πουκάμισο και τη γραβάτα σου όταν βγάζεις έναν ειλικρινή λόγο στην τηλεόραση.

Οι 2.000 Αμερικανοί νεκροί είναι πονοκέφαλος. Τους μεταφέρουν στους τάφους τους στο σκοτάδι. Οι κηδείες γίνονται διακριτικά, σε ασφαλή μέρη. Οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν στα κρεβάτια τους, μερικοί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Έτσι, και οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν, σε διαφορετικά είδη τάφων.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα ποίημα του Πάμπλο Νερούντα, το εξηγώ κάποια πράγματα:

Κι ένα ξημέρωμα άναψαν όλα
κι ένα ξημέρωμα οι πυρκαγιές
όρμησαν απ’ τη γη
ρουφώντας τα όλα,
κι από τότες φωτιά,
κι από τότες μπαρούτι,
κι από τότες αίμα.Ληστές μ’ αεροπλάνα και μαυριτανούς,
ληστές με δαχτυλίδια και δουκέσες,
ληστές μ’ ευλογίες μαύρων φρέρηδων
που έρχονταν απ’ τον ουρανό να σφάξουν τα παιδιά,
και στους δρόμους το αίμα των παιδιών
κύλησε απλά, σαν των παιδιών το αίμα.
Τσακάλια, σίχαμα των τσακαλιών,
πέτρες που τα ξεράγκαθα δαγκάνοντας σας φτύνουν,
οχιές που σας μισούν οι οχιές.
Στρατηγοί προδότες•
δείτε το νεκρό μου σπίτι
δείτε την Ισπανία ρημαγμένη•
γιατί μεταλλικές πετιούνται αναλαμπές
απ’ το κάθε νεκρωμένο σπίτι
αντί για λουλούδια,
γιατί μέσ’ απ το κάθε χάσμα
ξεπετιέται η Ισπανία,
γιατί αν το κάθε νεκρό παιδί πετιέται μια κάννη με μάτια,
γιατί μες στο κάθε φονικό γεννιούνται βόλια
που θε να ‘βρουν το στόχο της καρδιάς σας
κάποια μέρα.Και με ρωτάτε γιατί τάχα η ποίηση μου
δε σας μιλά για όνειρα και φύλλα,
για τα τρανά ηφαίστεια της πατρικής μου γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε
το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε το αίμα
στους δρόμους!*

* Από τη συλλογή του Π. Νερούντα Υψώματα του Μάτσου Πίτσου (εκδ. Παρασκήνιο, μετάφρ. Ν. Χρυσόπουλου).

Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι μνημονεύοντας το ποίημα του Νερούντα με κανέναν τρόπο δε συγκρίνω τη Δημοκρατική Ισπανία με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν. Μνημονεύω τον Νερούντα γιατί σε κανένα άλλο δείγμα σύγχρονης ποίησης δεν έχω διαβάσει μια τόσο δυνατή, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα περιγραφή βομβαρδισμού αμάχων.

nΕίπα προηγουμένως ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγουν πια τελείως τα χαρτιά τους στο τραπέζι. Έτσι είναι. Η επίσημη διακηρυγμένη τους πολιτική ορίζεται τώρα σαν «ολοκληρωτική κυριαρχία». Αυτός δεν είναι δικός μου όρος αλλά δικός τους. «Ολοκληρωτική κυριαρχία» σημαίνει έλεγχο σε γη, θάλασσα, αέρα και διάστημα και όλες τις συνεπακόλουθες πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τώρα 702 στρατιωτικές εγκαταστάσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σε 132 χώρες, βεβαίως με εξαίρεση, προς τιμήν της, τη Σουηδία. Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς έφτασαν εκεί, όμως είναι πια εκεί.\r\nΟι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην κατοχή τους 8.000 ενεργές πυρηνικές κεφαλές σε κατάσταση ετοιμότητας. Δύο χιλιάδες είναι σε απόλυτη επιφυλακή, έτοιμες προς εκτόξευση μέσα σε 15 λεπτά. Εξελίσσουν νέα συστήματα πυρηνικής δύναμης, γνωστά ως bunker busters. Οι Βρετανοί, πάντα συνεργάσιμοι, σκοπεύουν να αντικαταστήσουν το δικό τους πυρηνικό πύραυλο «Τρίαινα». Αναρωτιέμαι, ποιον έχουν για στόχο; Τον Οσάμα Μπιν Λάντεν; Εσάς; Εμένα; Τον κύριο της διπλανής πόρτας; Την Κίνα; Το Παρίσι; Ποιος ξέρει; Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι αυτή η παιδιάστικη τρέλα -η κατοχή και απειλούμενη χρήση πυρηνικών όπλων- βρίσκεται σήμερα στο επίκέντρο της αμερικανικής πολιτικής φιλοσοφίας. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε διαρκή κατάσταση πολέμου και δε δείχνουν κανένα σημάδι ότι θα ηρεμήσουν.

Πολλές χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, άνθρωποι στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ολοφάνερα αηδιασμένοι, ντροπιασμένοι και εξοργισμένοι από τις ενέργειες της κυβέρνησης τους, αλλά όπως έχουν τα πράγματα δεν αποτελούν συγκροτημένη πολιτική δύναμη – ακόμη. Όμως η αγωνία, η αβεβαιότητα και ο φόβος, που μπορούμε να δούμε να αυξάνονται κάθε μέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δύσκολα θα μειωθούν.

Γνωρίζω ότι ο πρόεδρος Μπους έχει πολλούς εξαιρετικά ικανούς ανθρώπους που του γράφουν τους λόγους, όμως θα ήθελα να προσφερθώ κι ο ίδιος για τη δουλειά αυτή. Προτείνω την παρακάτω σύντομη ομιλία που μπορεί να κάνει από την τηλεόραση στο έθνος. Τον βλέπω αυστηρό, με μαλλιά προσεκτικά χτενισμένα, σοβαρό, νικηφόρο, ειλικρινή, συχνά παραπλανητικό, επιστρατεύοντας καμιά φορά ένα ειρωνικό χαμόγελο, αλλόκοτα ελκυστικό, ανδροπρεπή.

«Ο Θεός είναι καλός. Ο Θεός είναι μεγάλος. Ο Θεός είναι καλός. Ο δικός μου ο Θεός είναι καλός. Ο Θεός του Μπιν Λάντεν είναι κακός. Ο δικός του είναι κακός Θεός. Ο Θεός του Σαντάμ ήταν κακός, αλλά εκείνος δεν είχε Θεό. Ήταν βάρβαρος. Εμείς δεν είμαστε βάρβαροι. Εμείς δεν κόβουμε κεφάλια ανθρώπων. Πιστεύουμε στην ελευθερία. Το ίδιο κι ο Θεός. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος. Είμαι ο δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Είμαστε μια συμπονετική κοινωνία. Κάνουμε συμπονετική ηλεκτροθανάτωση και συμπονετικές θανατηφόρες ενέσεις. Είμαστε σπουδαίο έθνος. Δεν είμαι δικτάτορας. Εκείνος είναι. Δεν είμαι βάρβαρος. Εκείνος είναι. Κι εκείνος. Όλοι τους είναι. Εγώ έχω ηθική εξουσιοδότηση. Βλέπετε αυτήν τη γροθιά; Αυτή είναι η ηθική μου εξουσιοδότηση. Και μην τυχόν και το ξεχάσετε».

nΗ ζωή ενός συγγραφέα είναι μια τρομερά ευάλωτη, σχεδόν γυμνή δραστηριότητα. Δε θα βάλουμε και τα κλάματα γι’ αυτό. Ο συγγραφέας κάνει την επιλογή του και ζει μ’ αυτήν. Όμως είναι αλήθεια ότι είσαι ανοιχτός σ’ όλους τους ανέμους, μερικοί απ’ τους οποίους είναι πραγματικά παγωμένοι. Είσαι έξω μόνος, εκτεθειμένος. Δε βρίσκεις κανένα καταφύγιο, καμία προστασία, εκτός κι αν λες ψέματα, στην οποία περίπτωση βεβαίως έχεις κτίσει την ίδια σου την προστασία και, θα μπορούσε να πει κανείς, έχεις γίνει πολιτικός.

Έχω αναφερθεί στο θάνατο αρκετές φορές απόψε. Θα μνημονεύσω τώρα ένα δικό μου ποίημα που λέγεται Θάνατος.

Πού βρέθηκε ο νεκρός;
Ποιος βρήκε το νεκρό;
Ήταν ο νεκρός νεκρός όταν βρέθηκε;
Πώς βρέθηκε ο νεκρός;
Ποιος ήταν ο νεκρός;
Ποιος ήταν πατέρας ή κόρη ή αδελφός
ή θείος ή αδελφή ή μητέρα ή γιος
του νεκρού που εγκαταλείφθηκε;
Ήταν νεκρός ο νεκρός όταν εγκαταλείφθηκε;
Εγκαταλείφθηκε ο νεκρός;
Ποιος τον εγκατέλειψε;
Ήταν γυμνός ο νεκρός ή ντυμένος για ταξίδι;
Τι σας έκανε να δηλώσετε νεκρό το νεκρό;
Δηλώσατε νεκρό το νεκρό;
Πόσο καλά γνωρίζατε το νεκρό;
Πώς γνωρίζατε ότι ο νεκρός ήταν νεκρός;
Τον πλύνατε το νεκρό;
Του κλείσατε και τα δυο του μάτια;
Τον θάψατε το νεκρό;
Τον εγκαταλείψατε;
Τον φιλήσατε το νεκρό; *

* Από τη συλλογή του Χ. Πίντερ Πόλεμος (εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Τάνια Παπαδοπούλου).

Όταν κοιτάζουμε σ’ έναν καθρέφτη νομίζουμε ότι η εικόνα που αντικρίζουμε είναι ακριβής. Μετακινηθείτε όμως ένα χιλιοστό κι η εικόνα αλλάζει. Στην πραγματικότητα κοιτάζουμε ένα ατέλειωτο φάσμα αντανακλάσεων. Μερικές φορές όμως ο συγγραφέας πρέπει να σπάσει τον καθρέφτη – γιατί είναι απ’ την άλλη πλευρά αυτού του καθρέφτη που η αλήθεια μας κοιτάζει κατάματα.

Πιστεύω ότι, παρά τις τεράστιες αντιξοότητες που υπάρχουν, η άφοβη, ακλόνητη, ασυγκράτητη πνευματική απόφαση, σαν πολίτες, να ορίσουμε την πραγματική αλήθεια της ζωής μας και των κοινωνιών μας, είναι ένα κρίσιμο καθήκον που μας βαρύνει όλους. Είναι πραγματικά επιτακτικό.

Αν μια τέτοια απόφαση δεν ενσωματωθεί στο πολιτικό μας όραμα, δεν έχουμε ελπίδες να αποκαταστήσουμε αυτό που σχεδόν έχουμε χάσει – την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Τρυψάνης Θανάσης

Kατηγορίες

Ιστορικό