Οικονομική ύφεση και δημοσιονομική κρίση. Η Ελληνική περίπτωση

Ο

Στη δίνη μιας διπλής κρίσης βρίσκεται πλέον η Ελλάδα. Οικονομική ύφεση και δημοσιονομική κρίση συνθέτουν τις δύο όψεις του οικονομικού προβλήματος που μέρα τη μέρα παίρνει ολοένα πιο εκρηκτικές διαστάσεις.
Η ολη εξέλιξη προέκυψε εντελώς πρόσφατα, μετεκλογικά, με τα δημοσιονομικά να περνάνε απότομα σε πρώτο πλάνο, να επικαλύπτουν την εξαπλούμενη ύφεση στην αγορά και να απειλούν να οδηγήσουν την χώρα σε χρεωκοπία.
Η Ελλάδα έχει βρεθεί ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Πρώτο θέμα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με συνεχή επικριτικά δημοσιεύματα, με εφιαλτικά σενάρια και κάθε είδους αρνητικές προβλέψεις, που διαδέχονται η μία την άλλη, με την πολιτική της ηγεσία ανέτοιμη κι ανίσχυρη (όπως ήταν επόμενο) να αντιμετωπίσει μια τόσο μεγάλη διεθνή πίεση από τόσα πολλά, ταυτόχρονα, κέντρα ισχύος: τους επίσημους κύκλους της Ε.Ε, τον διεθνή τύπο μέχρι τις λεγόμενες χρηματοοικονομικές αγορές.

Μας ξαφνιάζει όλη αυτή η εξέλιξη. Πότε τα πράγματα έγιναν τόσο δραματικά; Πώς έφθασαν σε ένα τέτοιο οριακό σημείο; Γιατί δεν αντιληφθήκαμε έγκαιρα (και όσο έπρεπε) την κρισιμότητα των καταστάσεων; Πώς μας διέφυγε το πράγμα;

Η αδυναμία να κατανοηθούν οι πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται τελευταία να επιχειρείται να καλυφθεί με συνωμοτικές θεωρίες για οργανωμένες επιθέσεις ενάντια στο Ευρώ. Τις θεωρίες αυτές υποστήριξε ο Γ. Παπανδρέου επίσημα στο Νταβός και συνεχίζει να τις υποστηρίζει σε κάθε ευκαιρία. Όχι ότι δεν υπάρχει κι ένας τέτοιος πόλεμος, στο νομισματικό χώρο διεθνώς, αλλά διεξάγεται σε άλλα επίπεδα, και μπορεί να αξιοποιεί περιπτώσεις σαν την δική μας, αλλά δεν εξηγεί το πώς προέκυψε το Ελληνικό πρόβλημα, που, ως γνωστόν, δεν γεννήθηκε μέσα στον νομισματικό ανταγωνισμό. Άλλωστε στις επικρίσεις ενάντια στην Ελληνική οικονομία και γενικότερα στις πιέσεις πρωτοστατούν, μέχρι τώρα, Ευρωπαϊκοί παράγοντες και οικονομικές εφημερίδες Ευρωπαϊκές. Δεν προέρχονται δηλ. εκ των έξω τα βέλη. Εκτός αυτού ποιος μας λέει ότι μια πιθανή έξοδος της Ελλάδος από το Ευρώ σίγουρα θα το αποδυνάμωνε; (με οικονομικά κριτήρια –κι έτσι το βλέπουν οι Ευρωπαίοι κι όλοι οι άλλοι – αυτό εξετάζεται, δεν είναι βέβαιο). Και το θέμα του γοήτρου, που μπαίνει, πιστεύουμε ότι είναι συζητήσιμο κι αυτό. Μια αποβολή ενός μέλους από το Ευρώ μπορεί να είναι ένδειξη αδυναμίας αλλά και δύναμης, εξαρτάται. Η στάση γενικά της Ε.Ε. απέναντι στα προβλήματα που έχουν προκύψει στην ευρωζώνη και αφορούν τόσο την Ελλάδα όσο κι άλλες χώρες είναι δύσκολο να προεκτιμηθεί. Θα κριθεί από πολλούς παράγοντες (το μέγεθος και την ένταση των προβλημάτων, τη διεθνή συγκυρία, τα διακυβεύματα της Ε.Ε. στο διεθνές πεδίο, τις επιλογές του Γαλλο-Γερμανικού άξονα κλπ.).

Αλλά τα πράγματα δεν περιορίζονται εδώ. Υπάρχουν και οι καταστροφικές θεωρίες για το Ελληνικό Έθνος που απεργάζονται δήθεν διάφορα διεθνή ανθελληνικά κέντρα κατά την πρόσφατη δήλωση του Μ. Θεοδωράκη. Κι ίσως υπάρξουν κι άλλα τέτοια. Ο Θεοδωράκης βέβαια καιρό τώρα κάνει παρεμβάσεις στο ίδιο πνεύμα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση υπερβάλει κατά πολύ. Διαβλέπει μια διεθνή συνωμοσία που στοχεύει στην εξαφάνισή μας, ως έθνος και ως πολιτισμική οντότητα συνολικά.

Με αυτά, και με άλλα τέτοια, έχει για τα καλά ξεκινήσει, δειλά-δειλά, η γνωστή παλιά διαδικασία της μετάθεσης των ευθυνών στους άλλους. Στους ξένους παράγοντες που πάντα ιστορικά επιβουλεύονται την Εθνική μας υπόσταση. Και μέσα από αυτές τις εθνικιστικές ιδεοληψίες σιγά σιγά να συγκροτείτε η σύγχρονη μυθοπλασία πάνω στον ίδιο παλιό πυρήνα: του κατατρεγμού του Έθνους, των ξένων επεμβάσεων και των συνομωσιών.
Θα μπορέσουμε άραγε να ξεφύγουμε, αυτή τη φορά, από αυτούς τους ιστορικούς παραλογισμούς και τις δοξασίες; Θα μπορέσουμε να δούμε τις ευθύνες μας; σαν κυβέρνηση, σαν κοινωνία, σαν πνευματική και πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου; Είναι παιζόμενο.

Οι ευθύνες των Ελληνικών Κυβερνήσεων

ΟΙ Ευρωπαίοι έχουν έναν μπούσουλα. Λέγεται σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα πλαίσιο που προτάσσει την δημοσιονομική πειθαρχία (δεν επιτρέπει δημοσιονομικές επεκτατικές πολιτικές – αναπτυξιακές – που να στηρίζονται στη διόγκωση των ελλειμμάτων και του χρέους). Ελλείμματα και χρέη πρέπει να τελούν υπό έλεγχο. Η ανομοιογένεια των εθνικών οικονομιών πρέπει να διαθέτει κάποια βασικά στοιχεία σύγκλισης. Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής ύφεσης το πλαίσιο σταθερότητας έχει σημαντικά αμβλυνθεί. Τα ελλείμματα μπορούν να ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ όπως κι ο δημόσιος δανεισμός το 60% του ΑΕΠ. Το πλαίσιο σταθερότητας έχει ελαστικοποιηθεί. Έχει γίνει πιο ευέλικτο και στον τρόπο εφαρμογής του, αλλά συνεχίζει να παραμένει σε ισχύ δεν έχει καταργηθεί. Η δημοσιονομική πειθαρχία συνεχίζει να αποτελεί την βασικότερη συνθήκη στους κόλπους της Ε.Ε.

Η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας δομικά είναι αντίθετη με το πνεύμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Είναι επεκτατική. Το μοντέλο της πρόσφατης οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στον δανεισμό.
Ο δανεισμός είχε δύο όψεις : α) Τον δημόσιο δανεισμό μέσω ελλειμμάτων και β) τον ιδιωτικό δανεισμό μέσω καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων.
Με την εισροή των δανείων το ΑΕΠ αυξάνονταν συνεχώς. Ταυτόχρονα αυξάνονταν και το χρέος αλλά ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ έμενε σχετικά σταθερός (λόγω αύξησης και των δύο μεγεθών).
Το δυναμικό σκέλος αυτής της σχέσης ήταν η ανάπτυξη. Με την μεσολάβηση της κρίσης το μοντέλο ανάπτυξης μπήκε σε γενικευμένη κρίση. Δεν μπορεί πλέον να αναπαραχθεί. Η ανάπτυξη, από δω και πέρα, δεν μπορεί να στηριχθεί στον δανεισμό. Ο δανεισμός όμως είναι αναγκαίος για να αντιμετωπισθεί η ύφεση. Χωρίς αυτόν είναι αδύνατη η διάσωση της Ελληνικής οικονομίας. Η Ελληνική οικονομία δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της (παρά της ρητορείες του Γ. Παπανδρέου). Στη συνέχεια, σε μια δεύτερη φάση, θα πρέπει οπωσδήποτε να δει ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης στον ανταγωνιστικό κόσμο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.

Η Δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας τριάντα χρόνια τώρα αποφεύγει να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Καταφεύγει συστηματικά στην παραποίηση στοιχείων, στην δημιουργική λογιστική, στην πλασματική επίτευξη στόχων. Κι αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων. Ακόμα από την εποχή του Α. Παπανδρέου, που χωρίς να υπάρχει το πλαίσιο σταθερότητας, πρωτοπορούσε στην αλχημεία των δημοσιονομικών στοιχείων. Στη συνέχεια βέβαια όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις βάδισαν πιστά τον ίδιο δρόμο, αδιαφορώντας για τους Ευρωπαϊκούς κανόνες που εν τω μεταξύ είχαν θεσπισθεί.
Η περίφημη ένταξη της Ελλάδας στο Ευρώ (επί Σημίτη) έγινε με πλασματικά στοιχεία. Η απογραφή του 2004 (επί Καραμανλή) ήταν στην ίδια λογική, αναθεώρησε, προς τα πάνω, το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, 3 εως 4 μονάδες το έλλειμμα για τα έτη 2003 και 2004, και 7 εως 15 μονάδες το χρέος.
Η νέα κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου διεκδικούσε τη συνέχιση της παράδοσης και πίστευε ότι δικαιούνταν κι αυτή να κάνει τις παραποιήσεις που της αναλογούσαν. Έτσι με άνεση προχώρησε στις προεκλογικές εξαγγελίες και την σχεδίαση της οικονομικής της πολιτικής. Ωραιοποίησε μια κατάσταση («πλούτος υπήρχε το πρόβλημα ήταν να αναδιανεμηθεί») και σε ότι αφορά τα κόστη, αν υπήρχαν, θα τα πλέρωναν οι λίγοι κι όχι οι πολλοί (τι καλύτερο).

Έκανε όμως ένα λάθος και μάλιστα από αυτά που κοστίζουν πολύ. Δεν έλαβε υπ’ όψιν τις αλλαγές που εν τω μεταξύ είχαν επέλθει στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Αγνόησε παντελώς την κρίση και το τι συνεπάγεται αυτή.
Αλλά και το πιο σημαντικό, κι ασυγχώρητο, αγνόησε τα απαγορευτικά όρια της Ε.Ε.
Η ιστορία με τους οικονομικούς δείκτες της Ε.Ε. είναι πολύ απλή. Δεν χρειάζεται κανείς να ξέρει πολλά πράγματα για να καταλάβει ότι μερικοί δείκτες (πληθωρισμός, ελλείμματα, χρέη κλπ) έχουν μεγάλη σημασία για την Ε.Ε. Ότι με αυτούς βασικά αξιολογεί τις οικονομίες των Κρατών –μελών. Κι ότι υπάρχουν, από ένα σημείο και μετά, απαγορευτικά όρια για την αύξησή τους. Απορίας άξιο πως δεν το γνώριζε η Κυβέρνηση.
Αύξησε λοιπόν η κυβέρνηση τεχνητά το έλλειμμα κατά 3,5-4 μονάδες (από 8,5 περίπου στο 12,5%). Έτσι υπολόγιζε ότι θα μπορούσε να ασκήσει μιαν οικονομική πολιτική χωρίς ιδιαίτερες επιβαρύνσεις κι αντιλαϊκά μέτρα και να παρουσιάσει στο τέλος του χρόνου μία μείωση του ελλείμματος κατά 3% τουλάχιστον (άσχετα αν θα αυξάνονταν το χρέος). Πού να σκεφθεί ότι με την κίνηση αυτή άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου.
Είναι φανερό ότι δεν είχε συνείδηση των πράξεών της. Το έλλειμμα 12,5% σήμανε κυριολεκτικά συναγερμό στην Ε.Ε. Κι άρχισαν τα όργανα. Η Ελληνική οικονομία πέρασε αυτόματα στο κόκκινο. Το δημοσιονομικό έγινε κυρίαρχο κι επισκίασε την ύφεση.
Οι συζητήσεις από κει και πέρα με την Ε.Ε. άρχισαν να γίνονται σε άλλη βάση. Μετά από μια συμφωνία για 4% μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος για το 2010, οι πιέσεις μεταφέρθηκαν στη μείωση των δαπανών (κύρια) και την αύξηση των εσόδων. Η λεγόμενη αναξιοπιστία της Ελλάδας δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο το παρελθόν αλλά κύρια το παρόν. Οι διαβεβαιώσεις της Ελληνικής κυβέρνησης ότι θα πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την μείωση των ελλειμμάτων δεν έπεισαν. Οι ευρωπαίοι γνώριζαν την προδιάθεση της κυβέρνησης για δημοσιονομικές αλχημείες όπως και την απουσία οποιουδήποτε προγράμματος για μείωση των δημοσίων δαπανών (στην αύξηση των εσόδων δεν επιμένουν τόσο γιατί γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο δύσκολο, έως αδύνατο, να γίνει σε συνθήκες ύφεσης).
Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης, αρχές Δεκεμβρίου, κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση (έδινε έμφαση στην αύξηση των εσόδων και προέβλεπε έναν σχετικά μικρό περιορισμό των δαπανών). Χρειάστηκε το πρόγραμμα σταθερότητας, που υποβλήθηκε το Γενάρη του 2010 στην Ε.Ε., μετά από υποδείξεις, για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, το βάρος δηλ. να πέσει στη μείωση των δαπανών. Και αφού έγινε κι αυτό περάσαμε, υποτίθεται πλέον, στο δια ταύτα δηλ. στην λήψη άμεσων μέτρων. Στα οποία όμως η κυβέρνηση δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει. Και έκτοτε υπάρχει όλη αυτή η ανάλωση σε δημόσιες σχέσεις, σε συνεντεύξεις και ταξίδια στο εξωτερικό. Την ώρα των έργων η κυβέρνηση συνέχισε να επιδίδετε σε λόγια. Και μπορεί να δίνει την εντύπωση στην Ελληνική κοινωνία ότι κάτι κάνει (ότι «το παλεύει το ζήτημα» εξ ου και η ανοχή που ακόμα φαίνεται να εξασφαλίζει μέσω αυτού) αλλά επί της ουσίας διαπράττει άλλο ένα σφάλμα. Χάνει πολύτιμο χρόνο και δυσχεραίνει κι άλλο την κατάσταση. Το θέμα έχει ξεφύγει από το επίπεδο των διαβεβαιώσεων και υποσχέσεων. Είναι πλέον στην πράξη. Θέμα υλοποίησης συγκεκριμένων μέτρων, που όπως προβλέπει το πρόγραμμα σταθερότητας επικεντρώνονται στη μείωση των δαπανών. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.

Πριν προχωρήσουμε παρακάτω πρέπει να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα: Μπορούσε η σημερινή κατάσταση να είχε αποφευχθεί;
Εξ’ ολοκλήρου όχι, αλλά στη διάσταση που πήρε, ναι. Υπάρχει η αναθεώρηση των ελλειμμάτων και του χρέους, προς τα πάνω, που έγινε δύο φορές, μέσα σε διάστημα πέντε χρόνων, με πρωτοβουλία των Ελληνικών κυβερνήσεων. Χωρίς να τις πιέσει κανείς. Μη έχοντας καμία κρίση ειλικρίνειας «κάρφωσαν» η μια την άλλη στην Ε.Ε. καθαρά από πολιτική υστεροβουλία. Πίστευαν ότι οι χαμηλοί δείκτες στα ελλείμματα και στο χρέος δυσκόλευαν το κυβερνητικό έργο κι ότι έπρεπε αυτοί οι δείκτες να αναθεωρηθούν προς τα πάνω και να γίνει έτσι πιο εύκολη η μείωσή τους. Ο Καραμανλής το 2006 περηφανεύονταν ότι το έλλειμμα το είχε κατεβάσει κάτω από το 3% αφού το 2004 είχε φροντίσει, με την απογραφή, να το πάει από 3,5 % στο 6.5%.Το ίδιο φιλοδοξούσε να κάνει κι ο Παπανδρέου, αλλά δεν πρόλαβε. Γιατί, εν τω μεταξύ, φθάσαμε εδώ που φθάσαμε.

Οι δαπάνες και τα έσοδα

Ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών εκ πρώτης όψεως είναι ανελαστικό: μισθοί, συντάξεις, άμυνα, εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια, τόκοι δανείων. Η μείωσή τους συνεπάγεται περικοπές με κοινωνικό, εθνικό, πολιτικό κόστος. Οι τόκοι είναι εντελώς ανελαστικοί, η άμυνα έχει ελάχιστα περιθώρια περικοπής δαπανών όπως και η υγεία και η εκπαίδευση. Στον τομέα της άμυνας αναμένετε να υπάρξουν σύντομα κάποιες περικοπές. Οι δαπάνες στους άλλους δύο τομείς (υγεία, εκπαίδευση), όπως και στην κεντρική και περιφερειακή δημόσια διοίκηση, μπορούν να περιορισθούν βασικά στο σκέλος που αναφέρεται σε σπατάλες. Οι σπατάλες γενικά είναι μεγάλες αλλά είναι «δομημένες στο σύστημα» (όπως πετυχημένα τις χαρακτηρίζουν διάφορες μελέτες). Και η μεγαλύτερη σπατάλη αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Ο περιορισμός της σπατάλης, συνολικά, συνιστά ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα με πολύ περιορισμένη άμεση απόδοση. Το μόνο σχετικά άμεσο μέτρο είναι η μείωση του προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (όχι τόσο των μισθών). Κατά τους ειδικούς της Ε.Ε. έχουμε πολύ Κράτος, κι έτσι είναι. Οι μισθοί και οι συντάξεις θα μπουν κι αυτοί στο στόχαστρο και θα υπάρξουν αισθητές μειώσεις εισοδήματος στο σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά κύρια το ζήτημα της μείωσης των δαπανών του δημοσίου θα περάσει μέσα από τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και κατά δεύτερον την παράταση των ορίων συνταξιοδότησης. Θα υπάρξει ένα κράμα μέτρων που εφαρμόστηκαν στην Ιρλανδία και τη Ρουμανία (μείωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, ταυτόχρονα, με έμφαση στο πρώτο). Κάπως έτσι θα πρέπει να αναμένεται να κινηθούν τα πράγματα, αναγκαστικά, στο μέτωπο των δαπανών. Με μόνη εξαίρεση τις δαπάνες του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας που αναμένεται να διογκωθούν, στην πορεία, και μάλιστα σε πρωτόγνωρα ύψη, λόγω ανεργίας, αλλά αυτό αφορά μια δεύτερη φάση, όπου όμως αναμένεται να εκδηλωθεί η αρωγή της Ε.Ε., αλλά και άλλων ίσως διεθνών οργανισμών σε βαθμό που να υπάρξει σχεδόν εξ ολοκλήρου κάλυψη αυτών των δαπανών.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας παρέμβασης θα είναι πολλές και σημαντικές. Θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ύφεση που θα αγγίξει τα όρια αντοχής της Ελληνικής κοινωνίας. Θα έχουμε απότομη αύξηση της ανεργίας, παραπέρα περιορισμό της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης, υποβάθμιση του βιοτικού επίπεδου και του επίπεδου παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.

Η κυβέρνηση βέβαια θα κινηθεί και στο πρόβλημα των εσόδων. Εδώ όμως είναι δύσκολο να υπάρξουν απόλυτα θετικά αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρξει περιορισμός του ρυθμού μείωσης των εσόδων. Δεν πρόκειται όμως να ανακοπεί η πορεία μείωσής τους. Σε περιόδους ύφεσης γενικά περιορίζονται τα έσοδα του δημοσίου (λόγω μείωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης). Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος αύξησης των ελλειμμάτων που με την σειρά τους οδηγούν στο δανεισμό και στην αύξηση των δημόσιου χρέους. Τα πράγματα είναι αλυσίδα.
Όταν μιλάμε για έσοδα μιλάμε βασικά για φορολογία, έμμεση και άμεση. Η αύξηση της φορολογίας σε όλες της τις μορφές συνιστά περιοριστική πολιτική που κι αυτή συμβάλει στην ύφεση. Δίκαιη φορολογία στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει όσο παραμένει η ίδια αναλογία 60-40 ανάμεσα σε έμμεσους –άμεσους φόρους. Πέραν αυτού ορισμένα μέτρα αναζήτησης εσόδων, ειδικά από τον χώρο των μικρών επιχειρήσεων (αποδείξεις, ασφαλιστικές εισφορές, φόροι), είναι πολύ πιθανόν, με την απότομη αύξηση του κόστους λειτουργίας που θα προκαλέσουν, να οδηγήσουν πολλές από αυτές στο κλείσιμο (με ότι οικονομικό και κοινωνικό κόστος συνεπάγεται αυτό) και τις σχετικά βιώσιμες επιχειρήσεις σε πρακτικές μετακύλησης του κόστους και σε αύξηση των τιμών δηλ. σε πληθωριστικές πιέσεις μέσα σε συνθήκες ύφεσης. Οπότε το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο.

Μια βασική λειτουργία των φόρων είναι η χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών. Η κυβέρνηση επιδιώκοντας να αυξήσει τα έσοδα, μέσω αύξησης των φόρων, προσπαθεί να περιορίσει την μείωση των δαπανών. Το κράτος της σπατάλης και της διαφθοράς εναλλάσσεται συχνά, στην πολιτική της ατζέντα, με το μέτωπο ενάντια στη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Τι τελικά θα υπερισχύσει;
Ανάμεσα στις δαπάνες και τα έσοδα υπάρχει ένα πρόβλημα ιεράρχησης που έχει τη σημασία του, όσο δευτερεύον κι αν φαίνεται. Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, υπάρχει κι ένα θέμα κατανομής των βαρών. Στο Κράτος ή στην πραγματική οικονομία ;
Οι κατευθύνσεις της Ε.Ε, και των αγορών, όπως τονίσαμε παραπάνω, προκρίνουν την μείωση των δαπανών από την άποψη της αποτελεσματικότητας των μέτρων (με καθαρά οικονομικά κριτήρια). Αλλά πέρα από την αποτελεσματικότητα των μέτρων υπάρχει, σαν ειδικότερο θέμα, η κατανομή των βαρών. Όχι, όπως συνηθίζεται να λέγεται, ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους, αλλά ανάμεσα στο Κράτος και την κοινωνία, όσο και αν αυτά, εκ πρώτης όψεος, φαίνεται να είναι δύσκολο να διαχωριστούν.
Η δημοσιονομική κρίση έτσι κι αλλιώς μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία. Το θέμα είναι πόσο συγκεκριμένα θα την επιβαρύνει. Κι αυτό αφορά την έκταση των εισπρακτικών μέτρων κύρια και δευτερευόντως την μείωση των δαπανών. Οι φόροι, όταν αυξάνονται, συμβάλουν περισσότερο από τις δαπάνες, όταν μειώνονται, στο βάθεμα της ύφεσης. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει την σημασία του και δεν μπορεί να παραβλεφθεί.

Το τέλμα και η προοπτική

Αν την δημοσιονομική κρίση δεν την είχαμε προκαλέσει εν πολλοίς, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, οι προτεραιότητες θα ήταν διαφορετικές. Θα αφορούσαν την ύφεση. Σήμερα το δημοσιονομικό, εκ των πραγμάτων περνά σε πρώτη μοίρα. Κι η Κυβέρνηση καλείται να το αντιμετωπίσει με τίμημα μια μεγαλύτερη ύφεση. Με άγνωστες προεκτάσεις και συνέπειες. Πρόκειται για ένα τίμημα πολύ βαρύ που ανατρέπει όλα τα δεδομένα και οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της Ελληνικής οικονομίας.
Η προτεραιότητα του δημοσιονομικού προκύπτει από το πλαίσιο σταθερότητας της Ε.Ε. Δεν προκύπτει από καμιά οικονομική θεωρία, αλλά από μια οικονομική συνθήκη υποχρεωτική. Γι αυτό σήμερα μιλάμε μόνο για οικονομικά μέτρα κι όχι για οικονομικές πολιτικές. Αυτές είναι δεδομένες και δεσμευτικές.
Τα οικονομικά της ύφεσης, τα κλασσικά, χρησιμοποιούν την δημοσιονομική πολιτική για την ενίσχυση της ζήτησης με την αύξηση των δαπανών και την μείωση των φόρων. Αυτή η πολιτική δημιουργεί ελλείμματα που η χρηματοδότησή τους οδηγεί στον δανεισμό. Τα ελλείμματα και τα χρέη είναι το αναγκαίο κακό για την έξοδο από την ύφεση. Σήμερα επιβάλλεται να κάνουμε το αντίθετο, να χρησιμοποιήσουμε μέτρα που βαθαίνουν την ύφεση και να περιορίσουμε τα ελλείμματα και το χρέος. Το αδιέξοδο είναι φανερό. Η Ελλάδα κινδυνεύει να περάσει σε αρνητικό πρόσημο ανάπτυξης και σε μακροχρόνιο οικονομικό μαρασμό.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μόνη της. Αυτό είναι εντελώς εξωπραγματικό και δεν καταλαβαίνουμε την σκοπιμότητα να το ισχυρίζεται ο Πρωθυπουργός. Θα πρέπει οπωσδήποτε να διεκδικήσει την οικονομική στήριξη της Ε.Ε. Το θέμα δεν είναι να καταργηθεί το σύμφωνο σταθερότητας (τέτοια ώρα τέτοια λόγια) αλλά να υπάρξει μια πολιτική απόφαση στήριξης με άμεσο οικονομικό αντίκρισμα. Μια μορφή δανεισμού που θα δώσει τη δυνατότητα να ελεγχθεί το δημοσιονομικό και να ξαναπεράσουν σε προτεραιότητα τα προβλήματα της ύφεσης.
Αν δεν γίνει αυτό τότε η λύση του ΔΝΤ θα είναι η μόνη διέξοδος και επ’ αυτού δεν θα πρέπει να έχουμε κανέναν ενδοιασμό. Προέχει η διάσωση της Ελληνικής οικονομίας. Μόνο πάνω σε αυτό το δεδομένο μπορεί να στηριχθεί κι η όποια αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης και μιας νέας προοπτικής.

Είναι μάταιο να πιστεύει κανείς ότι με σκληρά μέτρα θα κατευνάσει τις αγορές. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στον διεθνή χρηματο-οικονομικό χώρο έχουν τους όρους τους. Οι επενδύσεις στα Ελληνικά ομόλογα έχουν ρίσκο και θα έχουν για πολύ καιρό. Κι άρα αυξημένα επιτόκια. Αυτό δεν το λύνεις με κάποια μέτρα. Τα Ελληνικά ομόλογα είναι επισφαλή και δεν μπορούν παρά να έχουν υψηλά ασφάλιστρα και σπραίντ.

Η Ελλάδα, μέσω του οικονομικού, έχει εισέλθει σε μια καινούργια περίοδο της νεώτερης ιστορίας της, όπου θα πρέπει, πρώτα από όλα, να καταβάλει μια τεράστια προσπάθεια να διασώσει ότι μπορεί.
Είναι μεγάλο λάθος να προτρέχει κανείς. Να αναφέρεται σε επόμενα στάδια. Πολλά ακούγονται και λέγονται αυτές τις μέρες. Για νέα μοντέλα ανάπτυξης, για νέες οικονομικές στρατηγικές, για αλλαγές πολιτικές ακόμα και για ανατροπές και σοσιαλισμούς κλπ. Πολύ νωρίς για κάτι τέτοια. Το γενικό τοπίο είναι αδιευκρίνιστο, μετά την καταστροφή δεν ξέρουμε τι θα έχει απομείνει για ανασύνταξη. Σήμερα οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη διάσωση. Στο να περισωθεί ότι μπορεί, να περιορισθεί το οικονομικό κακό (αν μπορεί κι όσο μπορεί)..

Το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, στο σύνολό του, μέσα κι έξω από την κυβέρνηση, θα δοκιμασθεί το επόμενο διάστημα. Θα βιωθούν καταστάσεις πολιτικού κενού κι αλλεπάλληλων πολιτικών κρίσεων όπου τα στοιχεία της ανανέωσης της πολιτικής ζωής, (αν και εφ’ όσον προκύπτουν) δεν μπορεί παρά να αφορούν διάσπαρτες και επιμέρους συμβολές στην αναζήτηση διεξόδου. Πρόκειται για μια διαδικασία που, κάτω από τα νέα δεδομένα, θα ενταθεί, θα πάρει νέες διαστάσεις. Αλλά είναι εντελώς άκαιρο και πρόωρο σήμερα να ανοίξουμε μια συζήτηση για τους όρους της. Η εξέλιξη του οικονομικού θα δείξει πολλά πράγματα.

Μήλιος Χρήστος
Θεσσαλονίκη 10-2-2010

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

  • Αγαπητέ Χρήστο, καλησπέρα (μετά απο 20 χρόνια).
    Αναδημοσίευσα το άρθρο σου στό ταπεινό μου ιστολόγιο “Ελληνικό ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα”.
    Βέβαια, μικρό το όφελος, εφ’ όσον το διαβάζω μόνον εγώ 🙂
    Τό άλλο, το ποντιακό, το “Ου παντός πλείν ες Πόντον” έχει λίγο καλύτερη τύχη.
    Περισσότερο, δέστο σαν μια πράξη αγάπης.
    Χαιρετισμούς σε όλους.
    Πολυχρονίδης Γιώργος

  • Η ανάλυση πολύ καλή. Έτσι είναι η κατάσταση. Μπαίνουμε σε μια πορεία κυκλικής καθόδου σε όλα τα επίπεδα. Ταυτόχρονα έχει τελειώσει και το εμπόριο ελπίδας που γινόταν εως τώρα από κύρια από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Χωρίς ελπίδα για κάτι καλύτερο, δύσκολη η πορεία προς το μέλλον.
    Τους Χαιρετισμούς μου
    Θ. Κ.

  • Καλησπέρα.
    Κατατοπιστικό το άρθρο αλλά έχω την άισθηση πως οι προκείμενες της σκέψης σας είναι αρκετά δεσμευτικές σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες που διαγράφονται. Με την αποδοχή του γεγονότος πως μπορούμε να συζητάμε μόνο για μέτρα, και την ρητή παραδοχή πως η πολιτική θα έρθει κατόπιν εορτής να ακολουθήσει το ήδη διαμορφωθέν τοπίο στο επίπεδο της οικονομίας, είμαι αντίθετος. Το αν η οικονομία έχει προτεραιότητα εν σχέσει προς το υπόλοιπο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι και μάλιστα ακόμη και το ίδιο το γεγονός του αν είναι δυνατό να μιλούμε για αυτές τις σφαίρες αφαιρώντας τις από την ολότητα της πραγματικότητας είναι τεράστιο θέμα. Επιγραμματικά, με όχημα και αφορμή την οικονομία και την οικονομική συγκυρία, νομίζω πως μία κατ’εξοχήν πολιτική μεθόδευση είναι η δέουσα. Δεν θεωρώ καθόλου άκαιρη μία “συζήτηση” σχετικά με το μέλλον μας στην ΟΝΕ, την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει και τα αποτελέσματά του, την αληθινή ανακατανομή του πλούτου και την ανατροπή των σχέσεων και των προτεραιοτήτων της παραγωγής κοκ. Η λέξη συζήτηση βρίσκεται σε εισαγωγικά διότι ο πολιτικός μετασχηματισμός δεν γίνεται κατά κανόνα με συζητήσεις.
    Ευχαριστώ για τον χώρο.
    Φιλικά.

  • Αγαπητέ Ορέστη
    Αν κατάλαβα καλά αναφέρεσαι στην ανάγκη η συζήτηση για τα οικονομικά να πάρει πιο γενικό χαρακτήρα, να επεκταθεί πέραν του άμεσου οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Να επεκταθεί δηλ, όπως αναφέρεις, «στο μέλλον μας στην ΟΝΕ, την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, την αληθινή ανακατανομή του πλούτου, την ανατροπή των σχέσεων και των προτεραιοτήτων της παραγωγής κοκ.». Καμία αντίρρηση (και πως θα μπορούσε να υπάρχει).
    Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάς το σχόλιο σου δίνει την εντύπωση πώς και κάτι άλλο θέλεις να πείς. Δηλώνεις αντίθετος με μια συζήτηση μόνο για τα μέτρα, την προτεραιότητα της οικονομίας κλπ. Αλλά εδώ δεν είσαι σαφής. Καταλήγεις να προτείνεις μια διεύρυνση της οικονομικής συζήτησης.
    Να θέλεις να προτάξεις, γενικά, το πολιτικό; ( σε αντιδιαστολή με το οικονομικό; ). Η συζήτηση για να βοηθήσει προϋποθέτει αναλυτικό λόγο και ακρίβεια όρων και εννοιών. Συμφωνείς;

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό