Τα Εθνικά αδιέξοδα κι η επιζητούμενη, στις μέρες μας, οικουμενικότητα της πολιτικής

Τ

Η ανατροπή του σκηνικού

Βιάστηκαν πολλοί οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί να προεξοφλήσουν το τέλος του κύκλου της κρίσης του 2008.
Τη στιγμή που η διεθνής οικονομική φιλολογία είχε μετατοπισθεί στο θέμα της ανάκαμψης, κι η Ελλάδα μονοπωλούσε τα διεθνή μέσα, ως η μόνη κατ’ εξαίρεση χώρα που αντιμετώπιζε κρίση, (αυτή η εντύπωση δίνονταν όλο το τελευταίο διάστημα), επανήλθαν ξαφνικά τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ξανάρχισαν οι συζητήσεις για την κρίση της διεθνούς οικονομίας, για τους νέους κινδύνους που την απειλούν, για νέα μέτρα.
Εν τω μεταξύ η διεθνής οικονομική κρίση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, από χρηματοπιστωτική, στην αρχική της μορφή, έχει μετεξελιχθεί (μέσω της ύφεσης) σε δημοσιονομική κρίση και κρίση δανεισμού των Εθνικών Κρατών.
Το επίκεντρο της κρίσης έχει κι αυτό μετατοπισθεί από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα κλιμακώνεται, λόγω ύφεσης, ο εμπορικός ανταγωνισμός που παίρνει τη μορφή νομισματικής κρίσης ανάμεσα στο Ευρώ, το Δολάριο και το Γιουάν.

Η οικονομικές κρίσεις του συστήματος μπορούν να παίρνουν διάφορες μορφές (χρηματοπιστωτικές, νομισματικές, χρηματιστηριακές, δημοσιονομικές, ενεργειακές, τραπεζικές, εμπορικές κλπ).
Είμαστε στην συνέχεια της κρίσης του 2008 και πιο συγκεκριμένα στη φάση της ύφεσης, που την ακολούθησε, και που εκδηλώνεται με νέες μορφές .
Η κρίση δανεισμού είναι καθαρή συνέπεια της γενικής ύφεσης και είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Εντοπίζεται σε αυτή τη φάση κύρια στο χώρο της Ευρώπης και ιδιαίτερα στη περιφέρεια της (όχι μόνο νότια, όπως υποστηρίζεται, αλλά και ανατολικά και βόρεια και δυτικά) με τάση να μεταφερθεί και στην κεντρική Ευρώπη (αλλά και στην Αμερική).
Το πρόβλημα επόμενα της Ελλάδας είναι μέρος ενός γενικότερου προβλήματος και σε αυτή τη βάση γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπισθεί. Αυτό το νόημα έχει και η σύμπραξη Ε.Ε. και ΔΝΤ (και όχι η έλλειψη τεχνογνωσίας κι άλλα τέτοια). Εξ ου και η υποστήριξη Ομπάμα στο πλαίσιο σταθερότητας της Ελλάδας, αλλά και το ύψος του πακέτου (το υψηλότερο στην ιστορία). Όλα συνηγορούν στη μεγάλη σημασία που δίνεται στην αντιμετώπιση της κρίσης δανεισμού της Ελλάδας. Μέσω αυτής επιδιώκεται να ανακοπεί η επέκταση της κρίσης δανεισμού, η πρόκληση αλυσιδωτών φαινομένων “ντόμινο”, όπως αποκαλούνται, στον σκληρό πυρήνα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος.
Η σπουδαιότητα της Ελληνικής περίπτωσης προκύπτει απ’ ευθείας από την συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Χωρίς αυτήν η Ελλάδα θα είχε παραπλήσια αντιμετώπιση με την Ρουμανία, την Λετονία κλπ. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη την καθιστά σημαντικό κρίκο (αδύναμο αλλά σημαντικό) στην αλυσίδα της παγκόσμιας δομής των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Σήμερα στην Ελλάδα, και στην συγκεκριμένη φάση που διέρχεται η παγκόσμια οικονομία, παίζεται ένα ζήτημα έλεγχου της κρίσης δανεισμού. Αν θα παραμείνει σε ελεγχόμενα πλαίσια ή θα επεκταθεί . Παίζεται ένα ζήτημα που σχετίζεται με την σταθερότητα του συστήματος. Για αυτό και υπάρχει συστράτευση των πάντων γύρω από το ζήτημα.
Βέβαια η προσπάθεια έλεγχου των συνεπειών της κρίσης δανεισμού, σε αυτή τη φάση, δεν περιορίζεται μόνο στην υποστήριξη της Ελλάδας. Περιλαμβάνει κι άλλες οικονομικές παρεμβάσεις πολύ μεγαλύτερης κλίμακας. Ήδη η Ε.Ε, σε συνεργασία (και πάλι) με το ΔΝΤ, αποφάσισε την ενίσχυση του μηχανισμού στήριξης με το πρωτοφανές ποσό (για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα) των 750 δις. Ευρώ και έπονται κι άλλα μέτρα.
Το Ελληνικό πρόβλημα υπεισέρχεται και επηρεάζει και την διεθνή νομισματική σταθερότητα καθώς μια ενδεχόμενη χρεοκοπία μιας χώρας της Ευρωζώνης, με τα σημερινά δεδομένα, θα αδυνάτιζε τη θέση του Ευρώ σε σχέση με το Δολάριο. Από την άλλη, η κρίση Δολάριου – Γιουάν αφορά τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών κι αποτελεί, κατά τις ΗΠΑ το κρίσιμο ζήτημα για την έξοδο από την ύφεση της Αμερικάνικης οικονομίας. Άσχετα αν αυτό ισχύει ή όχι η νομισματική αστάθεια και οι ανταγωνισμοί θα συνεχιστούν όσο η ύφεση παρατείνεται και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμιά προοπτική εξόδου από αυτήν.

Προς έναν νέο ολοκληρωτισμό.

Είμαστε υπό καθεστώς διεθνούς καταναγκασμού. Μας επιβάλλονται καταστάσεις, που φαίνεται αδύνατον να μπορούμε να αποφύγουμε. Είναι μια ανυπέρβλητη νέα πραγματικότητα, που δεν αφορά μόνο εμάς. Μια σειρά από διεθνείς οικονομικοί παράγοντες παρεμβάλλονται συνεχώς, τροποποιούν και επικαθορίζουν, την οικονομική μας θέση . Το διεθνές χρηματο-πιστωτικό σύστημα («οι αγορές»), η Ε.Ε., το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Κενρική Τράπεζα, οι οίκοι αξιολόγησης, τα χρηματιστήρια, τα spreads, τα CDS, η παγκόσμια τράπεζα, το Ευρώ το Δολάριο κλπ. Είναι ένα πλέγμα παραγόντων που συνδιαμορφώνουν, υπερεθνικά, με τις οικονομικές τους παρεμβάσεις τους τρόπους διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, που επιβάλουν σε κάθε χώρα πλάνα οικονομικής προσαρμογής με ασφυκτικές διαδικασίες και χρονοδιαγράμματα.
Η φάση αυτή, της παγκόσμιας ολοκλήρωσης δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τα παλιά πρότυπα σκέψης. Οι παγκόσμιοι οικονομικοί καταναγκασμοί έχουν πάρει το προβάδισμα σε σχέση με τους ταξικούς ανταγωνισμούς (που συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά όχι με την σημασία που είχαν παλαιότερα).
Ο κόσμος έχει αλλάξει. Αλλάζει συνεχώς. Η συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας παραμένει χαμηλή.
Όλες οι οικονομίες, στο μέλλον, πρόκειται να βρίσκονται, με κάποιο τρόπο, υπό επιτήρηση, υπό έλεγχο,  από επικυρίαρχα κέντρα ισχύος . Η παγκοσμιοποίηση, η αλληλεξάρτηση των οικονομιών προχωρά, όπως και η οικοδόμηση των αναγκαίων θεσμών που θα την υπηρετούν και θα την εμπεδώνουν. Ήδη η Ε.Ε. έχει εγκαινιάσει μια στενή συνεργασία με το ΔΝΤ (που δεν υπήρχε παλαιότερα) και σχεδιάζει το επόμενο βήμα, της οικονομικής διακυβέρνησης. Και οικονομική διακυβέρνηση σημαίνει πολιτική διακυβέρνηση. Όλη η δημοσιονομική πολιτική των εθνικών κρατών θα περάσει πλέον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (προϋπολογισμοί, φορολογία, δημόσιες επενδύσεις, όπως και ο έλεγχος των οικονομικών υπουργείων, των στατιστικών υπηρεσιών, του λογιστήριου του Κράτους). Ταυτόχρονα σχεδιάζονται οικουμενικοί μηχανισμοί ελέγχου του τραπεζικού συστήματος, όπως και κάποιας μορφής οικουμενική διακυβέρνηση (μετεξέλιξη των G20) κλπ. κλπ.

Γίνεται φανερό ότι όλη αυτή η κατάσταση υπαγορεύει στα επί μέρους Εθνικά κράτη αντίστοιχες στρατηγικές συμμόρφωσης, προσαρμογής. Και μάλιστα με πολύ πιεστικό τρόπο. Ότι είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, για μια μεμονωμένη χώρα να αντισταθεί και να βγει έξω από αυτό το πλέγμα των διεθνών «υπερβατικών» καταναγκασμών.
Στη φάση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης είναι αδύνατον να υπάρξουν σοβαρές Εθνικές διαφοροποιήσεις χωρίς τραγικές συνέπειες για την χώρα που θα διανοηθεί να τις αποτολμήσει. Πολύ περισσότερο στρατηγικές εξόδου από τον ενιαίο, παγκόσμιο καπιταλισμό.  Το πρόβλημα της στρατηγικής επόμενα για το σύγχρονο κίνημα τίθεται με εντελώς άλλους όρους από ότι τον 19ο και 20ο αιώνα.
Και για μεν την Δεξιά απαντιέται αυτονόητα μέσα από πολιτικές προσαρμογής στα νέα Διεθνή δεδομένα. Για την Αριστερά όμως;
Εδώ τα πράγματα συνεχίζουν να κινούνται με τους παλιούς όρους.
Οι βασικές προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι αναφέρονται στη δυνατότητα χάραξης μιας Εθνικής στρατηγικής εξόδου από το πλέγμα των διεθνών εξαρτήσεων: έξοδος από την Ε.Ε. και από το Ευρώ και παύση πληρωμών, σε ότι αφορά το χρέος. Υπάρχει κι άλλη δέσμη προτάσεων που υποτίθεται κινούνται πιο ρεαλιστικά, στο πνεύμα του εφικτού, όπως η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, η ανατροπή του Ευρωπαϊκού σύμφωνου σταθερότητας κι η κατάργηση του μνημονίου.
Όλα αυτά υπακούουν στον παλιό τρόπο σκέψης που επικεντρώνονταν στις αλλαγές που μπορεί να γίνουν σε μια ξεχωριστή χώρα. Τέτοια δυνατότητα πλέον δεν υπάρχει.
Το αντίβαρο στην οικουμενική αναδιοργάνωση των επικυρίαρχων δυνάμεων δεν μπορεί να ’ναι ένα μεμονωμένο εθνικό κίνημα αντίστασης. Ένα τέτοιο κίνημα, ότι όρους κι αν διαθέτει, με τις σημερινές συνθήκες, είναι βέβαιο ότι, σχετικά εύκολα, μπορεί να καταπνιγεί. Μόνο ένα καθολικό, παγκόσμιο κίνημα μπορεί να αντισταθμίσει τα πράγματα. Μέσα από τη σημερινή κατάσταση δεν θίγονται τα συμφέροντα μιας τάξης, ούτε μιας χώρας μόνο, αλλά το σύνολο των κοινωνιών.

Οι παλιοί συσχετισμοί δύναμης έχουν ανατραπεί. Κάθε εθνική προσπάθεια αλλαγής είναι ατελέσφορη και αναποτελεσματική. Ένας νέος διεθνισμός των κινημάτων γίνεται επίκαιρος και επιτακτικός.
Κάθε επί μέρους κίνημα θα πρέπει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια της εθνικής αντιπαλότητας με τις δυνάμεις που κινούνται στην κατεύθυνση της υλοποίησης και συμμόρφωσης προς τις εντολές της νέας παγκόσμιας ιθύνουσας τάξης. Θα πρέπει να αναχθεί στο επίπεδο μιας διεθνούς αντιπαράθεσης συμβάλλοντας, όσο μπορεί, στον συντονισμό και την ανασυγκρότηση ενός διεθνούς αντι-συστημικού κινήματος.
Η γενικευμένη οικονομική κρίση κι η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού προσφέρουν περιθώρια για την ενίσχυση των αποσταθεροποιητικών τάσεων και την επιβολή προοδευτικών αλλαγών προς όφελος των επικυριαρχούμενων λαών.

Το σύστημα, παρ’ όλη την τρομακτική ενίσχυση των μηχανισμών επιβολής της δύναμης του, παραμένει ευάλωτο και εκτεθειμένο σε ένα σύγχρονο παγκόσμιο κίνημα των δυναστευόμενων κοινωνιών. Χωρίς την επιζητούμενη συναίνεση συνεχίζει όσο ποτέ άλλοτε να νοιώθει ανασφαλές κι αβέβαιο για την βιωσιμότητά του. Όσο κι αν εξελίχθηκε και αν σταθεροποιήθηκε, συνεχίζει να αναπαράγει διαρκώς τους όρους της ανατροπής του (να αναγεννά τους νεκροθάφτες του). Μαζί με την τάση για όλο και μεγαλύτερη χειραγώγηση των κοινωνιών, για όλο και πιο ολοκληρωτικές μορφές υποταγής και ελέγχου, γεννά την πληροφορική σαν μια μοναδική παγκόσμια διαδικασία επικοινωνίας των ανθρώπων και έκφρασης των ελευθερωτικών – τους τάσεων.

Το μεγάλο επιζητούμενο σήμερα είναι η ανατροπή, διεθνώς, των δεδομένων στο χώρο των πολύμορφων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Πώς θα υπάρξει μια σοβαρή αποδέσμευση από την πολιτική κουλτούρα του παρελθόντος. Πώς θα πάψουν να δεσπόζουν οι παλιές ιδέες και τα παλιά στερεότυπα στην καθημερινή τους δράση. Πώς θα υπάρξει μια διαδικασία σύμπλευσης και διάρθρωσης όλων των ανομοιογενών καταστάσεων σε ένα ενιαίο απελευθερωτικό κίνημα. Πώς θα εκφρασθούν οι ρήξεις και που βρίσκονται τα κρίσιμα σημεία.

Με τα σημερινά δεδομένα θα πρέπει να αποδεσμευτούμε από την επικέντρωση της προσπάθειας σε μία μόνο χώρα. Αυτό αφορά τον προηγούμενο κύκλο των εξεγέρσεων του 19ο και 20ο αιώνα. Εξ’ άλλου η βαθύτερη αιτία της όξυνσης των προβλημάτων δεν προκύπτει από τις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες αλλά από την διεθνοποίησή τους στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Δεύτερον θα πρέπει να αποδεσμευτούμε από τον ταξικό-εργατικό χαρακτήρα των κινημάτων. Ο σύγχρονος κόσμος της μισθωτής εργασίας (που ηττήθηκε στην προηγούμενη ιστορική φάση) είναι παρών και συνεχίζει να έχει, με την παρουσία του, βαρύνοντα ρόλο. Απέχει όμως από το να ορίζει μονοσήμαντα τον κοινωνικό χαρακτήρα των σύγχρονων κινημάτων.
Τρίτον η μετατόπιση της πολιτικής στα υπερεθνικά κέντρα ισχύος αποδυναμώνει τα πολιτικά συστήματα των επί μέρους χωρών, τα καθιστά αναχρονιστικά όπως και τα κόμματα εξουσίας, τα οποία αποστασιοποιούνται από τις κοινωνίες (και το πραγματικό γίγνεσθαι) και μετατρέπονται σε απλούς διεκπεραιωτές υπερεθνικών επιλογών. Η περίφημη αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού συνιστά ένα γενικό φαινόμενο (όχι μόνο Ελληνικό), που αφορά την κάθε χώρα ξεχωριστά, με πολύ όμως πιο περιορισμένη σημασία από αυτή που του αποδίδεται. Το Εθνικό πεδίο της πολιτικής υποβαθμίζεται, τα πολιτικά κόμματα αποχαρακτηρίζονται (όλα μετατρέπονται σε απλούς ιμάντες της πολύμορφης πλανητικής εξουσίας) το κενό εκπροσώπησης διευρύνεται. Τα διάδοχα νέα κόμματα πρόκειται να υστερούν αρκετά σε πολιτικότητα από τα σημερινά. Γραφικές πολιτικές φιγούρες, του σήμερα, στο χώρο της Αριστεράς θα παραμένουν, μεσοπρόθεσμα, να μας θυμίζουν την πολιτική κουλτούρα του χθες με τα μετωπικά κομματικά σχήματα, τον οικονομικό ακτιβισμό και τις Εθνοκεντρικές-τους εμμονές.

Ο κόσμος οδεύει προς έναν νέο ολοκληρωτισμό. Οι διαδικασίες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης έχουν προχωρήσει τόσο, στο επίπεδο της οικονομίας, που πιέζουν για την διαμόρφωση των αντίστοιχων πολιτικών θεσμών. Η μεσολάβηση της οικονομικής κρίσης ευνοεί μια τέτοια εξέλιξη. Συμβάλει στην επίσπευση των αναγκαίων πολιτικών διεργασιών.
Τα κρίσιμα σημεία όπου δοκιμάζεται το όλο εγχείρημα είναι δύο: η νομιμοποιητική βάση του νέου υπερεθνικού πολιτικού εποικοδομήματος, ο τρόπος διασφάλισής του δηλ. μέσω μιας μορφής πολιτικής αποδοχής και συναίνεσης εκ μέρους των κοινωνιών, και δεύτερον η αποτύπωση στους θεσμούς των νέων υπό εξέλιξη διεθνών συσχετισμών (γεγονός που προκαλεί πολλές τριβές και καθυστερήσεις στην υλοποίηση των θεσμικών αλλαγών). Ζητήματα αρκετά πολύπλοκα και σύνθετα καθ’ ότι υπερβαίνουν κατά πολύ την πολιτική φιλοσοφία και οργάνωση των Δυτικών κοινωνιών. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, τα εθνικά κοινοβούλια και οι Κυβερνήσεις, η εθνική κυριαρχία, τα Συντάγματα, είναι έννοιες που πάνω τους στηρίχθηκε για τρεις και πλέον αιώνες το πολιτικό οικοδόμημα της Δύσης. Όλα αυτά μπαίνουν σε μια διαδικασία απαξίωσης, φαντάζουν ξεπερασμένα και αναχρονιστικά. Μια νέα πολιτική κουλτούρα προβάλει, οικουμενικής οργάνωσης της πολιτικής. Η Αριστερά δεν μπορεί να επιμένει να ορίζεται σε Εθνικά πλαίσια. Να αναζητεί εθνικές διεξόδους. Τέτοιες πλέον δεν υπάρχουν.

Το όλο ζήτημα έχει ξεφύγει από τα παλιά μέτρα και σταθμά. Την παλιά πολιτική θεωρία.
Το ότι η δυνατότητα εθνικών επιλογών έχει δραματικά περιορισθεί δεν σημαίνει ότι τα περιθώρια άσκησης πολιτικής για την αριστερά έχουν στενέψει. Αντίθετα. Ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο διεθνοποίησης της δράσης της.
Απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και πολιτική είναι φανερό ότι υπάρχει μια εντελώς αναντίστοιχη κατάσταση που αδυνατεί να αντιπαρατεθεί. Κατακερματισμένες δυνάμεις, μεσ’ τα εθνικά όρια, κυριαρχούμενες από κόμματα και συνδικάτα με απαρχαιωμένη πολιτική κουλτούρα που αδυνατούν στοιχειωδώς να υπερβούν το φράγμα των διεθνών καταναγκασμών.
Η οικονομική κρίση ιδιαίτερα με την μορφή που εμφανίζεται στην Ευρώπη, σαν δημοσιονομική κρίση και κρίση δανεισμού των κρατών – μελών συνηγορεί και αυτή, με τον τρόπο της, σε μια εθνική εσωστρέφεια, στην ενίσχυση της τάσης για την αναζήτηση εθνικών λύσεων. Που όμως δεν υπάρχουν. Μόνο ένας πανευρωπαϊκά συντονισμένος αγώνας ή μιας ομάδας χωρών, με κεντρικά διατυπωμένα αιτήματα θα αντιστάθμιζε τα πράγματα. Θα αποκαθιστούσε μια στοιχειώδη ισορροπία δυνάμεων και θα άφηνε περιθώρια για θετικές ρυθμίσεις.

Οι αυταπάτες των Εθνικών λύσεων

Η πιο συχνή εκτίμηση, που ακούγεται τελευταία και που χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο την αξία της ένταξης στο μηχανισμό στήριξης, είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η Ελληνική πλευρά βασικά κέρδισε χρόνο. Που σημαίνει ότι δεν διασφάλισε τίποτα πέραν του πρόσκαιρου δανεισμού . Ότι όλα τα ενδεχόμενα, για το μέλλον της, παραμένουν ανοιχτά. Κι έτσι είναι.
Εν τω μεταξύ τα πράγματα προχωρούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η ατζέντα της Ευρωπαϊκής και Διεθνούς επικαιρότητας αλλάζει από βδομάδα σε βδομάδα. Μετά την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης για την Ελλάδα ακολούθησε η έκτακτη ενίσχυσή του μηχανισμού με 750 δις Ευρώ, για το ενδεχόμενο υποστήριξης κι άλλων Ευρωπαϊκών οικονομιών, και τώρα μπαίνει στο τραπέζι το ζήτημα της αυστηροποίησης του συμφώνου σταθερότητας από την Γερμανική πλευρά.
Το σύμφωνο σταθερότητας ήταν αυτό που διασφάλιζε την σταθερότητα του Ευρώ. Η μη τήρησή του, κατά τους Γερμανούς, ήταν αυτό που οδήγησε στις δημοσιονομικές υπερβάσεις και στον δημόσιο δανεισμό, την κρίση δανεισμού και τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του Ευρώ. Μαζί με την αυστηροποίηση του συμφώνου σταθερότητας η Γερμανική πλευρά, για πρώτη φορά βάζει και ζητήματα κυρώσεων για τους παραβάτες που εκτός από τις διάφορες περικοπές σε προγράμματα χρηματοδότησης, περιλαμβάνουν και το ακραίο μέτρο της αποπομπής μιας χώρας από το Ευρώ και της περίφημης «ελεγχόμενης πτώχευσης».

Πέρα από αυτές τις εξελίξεις που τρέχουν σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και ανεξάρτητα από εμάς, ας δούμε τι λύσεις συγκεκριμένες απασχολούν τον Ελληνικό πολιτικό και ακαδημαϊκό κόσμο.
– Αν εφαρμόσουμε το μνημόνιο στο ακέραιο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2013 θα υπερβαίνει το 150% του ΑΕΠ (από 115% που είναι σήμερα). Το βιοτικό επίπεδο θα έχει μειωθεί στην καλύτερη περίπτωση κατά 50%, η παρατεταμένη ύφεση θα έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της οικονομίας και η ανεργία θα έχει εκτιναχθεί στα ύψη.

-Αν «αγωνιστούμε» το Μνημόνιο να μην εφαρμοστεί, και πετύχουμε να ακυρώσουμε την εφαρμογή κάποιων μέτρων, σε σχετικά σύντομο διάστημα λίγων μηνών, το Ελληνικό Δημόσιο, (μη ανταποκρινόμενο στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει), θα αντιμετωπίσει θέμα πληρωμών. Δεν θα καταβληθούν οι συμφωνημένες δόσεις του δανείου, από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ ή μέρος αυτών που θα αφορούν μισθούς και συντάξεις. Στη συνέχεια θα επιβληθούν επί πλέον μέτρα (αν θέλουμε να συνεχίσουμε στο πρόγραμμα στήριξης), άλλως θα πρέπει να απευθυνθούμε για δανεισμό στην αγορά και να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν πριν μπούμε στον μηχανισμό στήριξης.

-Αν θελήσουμε να κηρύξουμε μονομερή παύση πληρωμών, σημαίνει ότι έχουμε βγει έξω από τον μηχανισμό στήριξης (ζήτημα όχι και τόσο απλό, καθ’ ότι συνεχίζουμε να είμαστε μέλος της Ευρωζώνης). Η παύση πληρωμών εννοείται ότι αφορά μόνο την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους και μάλιστα σε ότι αφορά μόνο τους ξένους πιστωτές (γιατί ένα 30% των δανειστών του Ελληνικού δημοσίου είναι οι Ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία). Η παύση πληρωμών βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση υποτίθεται, δεν αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις. Αν βέβαια η στάση πληρωμών αναφέρεται και στους εγχώριους θεσμικούς (τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία) τότε μιλάμε για χρεοκοπία του Ελληνικού τραπεζικού και ασφαλιστικού συστήματος. Αν αφορά μόνο τους ξένους τότε το ερώτημα είναι από πού πλέον θα μπορούμε να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε καθ’ ότι η Ελληνική κοινωνία δεν ζει χωρίς δανεικά.

-Αν θελήσουμε να επαναδιαπραγματευτούμε το χρέος: Η επαναδιαπραγμάτευση αφορά δύο πράγματα: την απόλυτη μείωση του χρέους και την παράταση του χρόνου αποπληρωμής. Και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια τόσο της μείωσης των δαπανών του Δημοσίου, όσο και της αύξησης των εσόδων. Η επαναδιαπραγμάτευση είναι μια διαδικασία που γίνεται αποδεκτή μόνο σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών. Η Ελληνική οικονομία, σήμερα, δεν είναι σε αυτή τη θέση. Ίσως αύριο βρεθεί. Αυτό θα το γνωρίζουν πρώτοι οι πιστωτές του Ελληνικού δημόσιου. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η επαναδιαπραγμάτευση αποτελεί μια έσχατη διαδικασία. Δεν μπορεί να κινηθεί μονομερώς. Γίνεται όταν μια οικονομία έχει καταστραφεί. Τότε μόνο οι πιστωτές αποφασίζουν, στη βάση του ότι δεν μπορούν να επωφεληθούν  άλλο, από μια πιστώτρια χώρα, να προχωρήσουν στην αναγκαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους (κι ότι μπορέσουν να πάρουν). Αλλά πρέπει να έχει προηγηθεί η καταστροφή.

-Αν θελήσουμε να βγούμε από το Ευρώ και την Ευρωζώνη. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα. Η επιστροφή στη δραχμή δεν μας παρέχει καμιά σοβαρή ανεξαρτησία κινήσεων. Τα δάνεια συνεχίζουν να υπολογίζονται σε Ευρώ.
Δεύτερον, η υποτίμηση της δραχμής, σαν εργαλείο που ενισχύει το στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, λειτουργεί περιορισμένα, βραχυπρόθεσμα κι άρα δεν μας λύνει το ουσιαστικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας που είναι κατά βάσιν διαρθρωτικό πρόβλημα.
Τρίτον η Ελληνική οικονομία ήδη βρίσκεται μέσα σε μια διαδικασία αποπληθωρισμού δηλ. σε μια διαδικασία αντίστοιχη μιας νομισματικής υποτίμησης κι άρα η επιστροφή στη δραχμή δεν θα προσέφερε κάτι καινούργιο στο θέμα των τιμών.
Τέταρτον, και σημαντικότερο, η έξοδος από το Ευρώ θα καταδίκαζε την Ελλάδα σε μια περιθωριακή οικονομία με δυσβάσταχτες επιπτώσεις για το βιοτικό επίπεδο του λαού της.

Το Ελληνικό πρόβλημα είναι μέρος της διεθνούς κρίσης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής. Με τα σημερινά δεδομένα είναι μάταιο να αναζητείται Εθνική λύση. Να αναζητείται η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού, η δυνατότητα ανεξάρτητων επιλογών. Έτσι κι αλλιώς θα ασκηθεί, σύμφωνα με τις διεθνείς επιταγές, μια ορισμένη διαχείριση της κρίσης και η εφαρμογή του μνημόνιου αποτελεί κάτι τέτοιο. Ούτε η εφαρμογή, ούτε η μερική ή ολική κατάργησή του συνιστά διέξοδο. Όπως δεν συνιστούν κάτι τέτοιο και τα άλλα μέτρα που προτείνουν διάφοροι πανεπιστημιακοί.
Υπάρχει ένα Εθνικό αδιέξοδο που όμως δεν συνιστά ένα ανεξάρτητο φαινόμενο αλλά προκύπτει μέσα από την διεθνή αλληλεξάρτηση που έχουν σήμερα όλα τα οικονομικά φαινόμενα . Είναι μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Και η τύχη του εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από την συνολική έκβασή της. Μια επιδείνωση της διεθνούς κρίσης ή μια γενική οικονομική ανάκαμψη θα επηρέαζαν καθοριστικά το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας. Αυτό αφορά την λεγόμενη « ενδοσυστημική» επίλυσή των οικονομικών κρίσεων, που κατά βάσιν αυτή ισχύει στον καπιταλισμό, και θα πρέπει να την έχουμε πάντα υπ’ όψιν. Το σύστημα μπορεί και να ξεπερνά τις κρίσεις του (όσο μπορεί βέβαια να το κάνει) και αυτό να επηρεάζει αποφασιστικά την πορεία των επί μέρους οικονομιών. Μπορεί όμως και να αναπαράγονται οι κρίσεις και οι υφέσεις  επί μακρόν.
Υπάρχει επόμενα η περίπτωση μιας γενικής οικονομικής ανάκαμψης που θα βοηθούσε και την Ελλάδα, με κάποιο τρόπο, να ανακάμψει, με ανοιχτά ωστόσο τα ζητήματα των ελλειμμάτων και του χρέους. Πέρα από μια τέτοια εκδοχή, που δεν φαίνεται προς το παρόν στον ορίζοντα αλλά δεν αποκλείεται, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας θα επιδεινωθεί δραματικά.

Οι νέες προκλήσεις της πολιτικής.

Όλα τα δεδομένα διεθνώς συνηγορούν ότι η ανθρωπότητα περνά σε μια νέα ιστορική περίοδο. Ήδη η κρίση του 2008 καταγράφει μια σημαντική πορεία δύο περίπου ετών και έχει επιφέρει σημαντικότατες αλλαγές στην γενική ψυχολογία όλων ανεξαίρετα των κοινωνιών. Φαίνεται ότι αποτελεί το νέο ορόσημο. Αργά αλλά σταθερά αρχίζει να καταχτιέται μια νέα αυτογνωσία, να συνειδητοποιούνται τα οριακά σημεία στα ποία προσκρούει η όλη εξέλιξη. Που στο σύνολό τους πλέον έχουν ένα βασικό γνώρισμα: την ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ τους. Είτε πρόκειται για την οικονομία, είτε για το περιβάλλον, είτε για τις ενεργειακές πηγές, είτε για την πολιτική και τον πολιτισμό. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε γενικευμένα προβλήματα, με παγκόσμια διάσταση που θα κρίνουν το μέλλον της.

Σε σχέση με τους παράγοντες που θα επηρεάσουν αυτή την εξέλιξη υπάρχει μια τεράστια ανισομέρεια .
Η συνεχής πορεία συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης του κεφαλαίου έχει ήδη οδηγήσει στην διαμόρφωση παγκόσμιων κέντρων ισχύος που μέσα από μια διαδικασία ανταγωνισμού και συγκυριαρχίας χαράζουν μια αδιέξοδη – καταστροφική πορεία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Επιβάλουν καταναγκασμούς, με μια έννοια υπερβατικούς, σε όλες ανεξαίρετα τις κοινωνίες, διεθνοποιούν τους θεσμούς και τους μηχανισμούς κυριαρχίας τους, απαλλοτριώνουν δικαιώματα και κατακτήσεις, οργανώνουν έναν νέο παγκόσμιο ολοκληρωτισμό.

Η ραγδαία αυτή μεταβολή των τελευταίων δεκαετιών δεν έχει να παρουσιάσει, στο επίπεδο που της αντιστοιχεί, σε παγκόσμιο δηλ. επίπεδο, αξιόλογες αντιστάσεις. Τα πολύμορφα κατά τόπους κινήματα δεν συναρθρώνονται σε ένα ενιαίο παγκόσμιο κίνημα. Παραμένουν εγκλωβισμένα στους παλιούς όρους της πολιτικής όταν τα δεδομένα (και οι συσχετισμοί) έχουν ριζικά ανατραπεί.
Στην ανάδειξη αυτής της παραμέτρου, ενός οικουμενικού κινήματος, της μόνης που μπορεί να επηρεάσει θετικά τις παγκόσμιες εξελίξεις επικεντρώνονται οι πολιτικές προκλήσεις της νέας εποχής.
Ό,τι εκδηλώνεται έξω από το διεθνοποιημένο πλέγμα εξουσίας, έξω από πατερναλιστικές οργανώσεις και κόμματα κατά τόπους, αποτελεί το πρόπλασμα αυτού του κινήματος. Το κίνημα αυτό δεν περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα εξουσίας σε κάθε χώρα ξεχωριστά, δεν επιδιώκει την νίκη και την επικράτησή του σε Εθνικό επίπεδο. Τέτοιες νίκες ισοδυναμούν με τις μεγαλύτερες αυταπάτες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Είναι η παλιά κουλτούρα των κινημάτων του περασμένου αιώνα.
Μια διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων είναι αυτή που μπορεί να προσδώσει, στις σημερινές συνθήκες, μιαν άλλη έννοια και ένα άλλο περιεχόμενο στην πολιτική.
Να οδηγήσει σε πλήθος επαναπροσδιορισμούς αλλά πρώτα απ’ όλα στον επαναπροσδιορισμό του κύριου πεδίου των σύγχρονων αναμετρήσεων, που ορίζεται κατηγορηματικά έξω από τα ασφυκτικά εθνικά πλαίσια. Από κει και πέρα η νέα πολιτική δεν μπορεί να συνίσταται μόνο σε αυτό. Θα χρειασθούν πλήθος τοποθετήσεων που θα αφορούν τόσο το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την πολιτική κουλτούρα του παρελθόντος όσο και την ανάδειξη των νέων της χαρακτηριστικών.
Προς το παρόν επιμείναμε στο να καταδείξουμε το αδιέξοδο των πολιτικών σε εθνικό επίπεδο, το γενικότερο μπλοκάρισμά τους και την έλλειψη προοπτικών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, και από την άλλη την ρεαλιστική και συνάμα ελπιδοφόρα οικουμενική διάσταση ενός σύγχρονου παγκόσμιου κοινωνικού και πολιτικού κινήματος.

Μήλιος Χρ.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό