Ελλάδα φθινόπωρο 2013:
Από αδύναμος κρίκος της Ε.Ε.
Σταθεροποιητικός παράγοντας στην ευρύτερη περιοχή.

Ε

Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Είναι γεγονός πλέον ότι από όλα τα δυτικά κέντρα ισχύος έχει τεθεί επί τάπητος και επανεξετάζεται το μέλλον της χώρας μας.
Το ταξίδι Σαμαρά στις ΗΠΑ το επιβεβαιώνει πλήρως.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. αντιμετωπίζουν πλέον τη χώρα μας με καθαρά γεωστρατηγικά κριτήρια.
Δεν παραβλέπουν το οικονομικό. Το εντάσσουν σε μια προοπτική ενίσχυσης του σταθεροποιητικού ρόλου της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο.
Με αυτή την έννοια το οικονομικό αποκτά προτεραιότητα και κατεπείγοντα χαρακτήρα γεγονός που ευνοεί οπωσδήποτε τη χώρα μας ενώ ταυτόχρονα, με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται, μας εισάγει σε αχαρτογράφητα βαθιά νερά στην έως τώρα ασκούμενη εξωτερική μας πολιτική.

Η ανασυγκρότηση της Ελληνικής οικονομίας εν πολλοίς δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει το γνωστό Ευρωπαϊκό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης (δηλ. τα μνημόνια).
Μπορεί όμως να γίνουν έκτακτες παρεμβάσεις που είτε να αφορούν το ύψος του χρέους (ένα νέο κούρεμα; επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής; μείωση επιτοκίων;) είτε τις ξένες επενδύσεις, είτε ακόμα κάποια οικονομική βοήθεια ή ένα νέο δάνειο.
Στα παραπάνω ζητήματα, χωρίς να έχουν ληφθεί ακόμα αποφάσεις, επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού και Αμερικάνικου παράγοντα.
Οι αντιρρήσεις των ΗΠΑ στην περιοριστική πολιτική της Ε,Ε, δεν αφορούν άμεσα το Ελληνικό πρόβλημα. Είναι διαφωνίες που έχουν να κάνουν με αντικρουόμενες πολιτικές και συμφέροντα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και θα κριθούν σε αυτό το επίπεδο. Η Ελληνική πλευρά δεν έχει να περιμένει τίποτα στο άμεσο μέλλον από την έκβαση αυτών των διαφωνιών. Από αυτή την άποψη είναι υποχρεωμένη να παραμείνει επικεντρωμένη στην υλοποίηση του ισχύοντος προγράμματος και να μην τρέφει διάφορες φρούδες ελπίδες για ανατροπές κι αναθεωρήσεις πολιτικών κι άλλα τέτοια.
Σε μας μπορεί να ηχεί καλύτερα η Αμερικάνικη προτροπή για αναθεώρηση της λιτότητας αλλά πόση σχέση μπορεί να έχει αυτή με μια ουσιαστική αντιμετώπιση της Ελληνικής κρίσης;
Το πραγματικό δίλημμα για μας πιο είναι; Αν θα ακολουθήσουμε περιοριστική ή επεκτατική πολιτική; Πέρα από το ότι δεν το αποφασίζουμε εμείς, δεν αποτελεί αυτό και το πραγματικό μας δίλημμα. Το δίλημμα δεν είναι αν θα αυξήσουμε τη ζήτηση με περιορισμό της λιτότητας δηλ με αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις αλλά αν θα μπορέσουμε να αυξήσουμε την απασχόληση.
Το πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας δεν είναι κυκλικό (κατά την Κεϋνσιανή ορολογία). Αλλά διαρθρωτικό (άνοιγμα της οικονομίας, απελευθέρωση των αγορών, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τόνωση του ανταγωνισμού κλπ. ). Και όποια μέτρα τόνωσης της ζήτησης κι αν παρθούν, χωρίς τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, δεν αρκούν. Χρειάζεται ίσως να γίνουν διάφοροι συνδυασμοί πολιτικών. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να απαλλαγούμε από τις απλοϊκές Κεϋνσιανές συνταγές που άκριτα παρουσιάζονται σαν η μόνη «αριστερή» απάντηση σε κάθε κρίση. Οι δημαγωγίες ενάντια στη λιτότητα σε αυτή τη φάση το μόνο που υπηρετούν είναι τον λαϊκισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης και σε καμιά περίπτωση την ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης.

Η σταθεροποίηση της Ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την πολιτική σταθερότητα.
Η πολιτική σταθερότητα εξαρτάται πάντα από τις εναλλακτικές λύσεις που διαθέτει ή όχι το εκάστοτε πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα που προέκυψε από τις εκλογές της άνοιξης του 2012 δυστυχώς δεν προσφέρει καμιά εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της αριστεράς είναι εντελώς αβάσιμη. Αλλά και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ σαν προϊόν ιδιαίτερων συνθηκών δεν αποτελεί μια σταθερή παράμετρο του νέου πολιτικού συστήματος. Όσο θα υποχωρεί ο θυμός και η οργή της κοινωνίας ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. τόσο θα δοκιμάζονται οι αντοχές του. Εν τω μεταξύ υπάρχει το κενό της κεντροαριστεράς που αδυνατεί, όπως φαίνεται, να το καλύψει ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η ΔΗΜΑΡ.
Ο άξονας των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα εκ των πραγμάτων έχει μετατεθεί, για το επόμενο διάστημα, στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο. Εκεί θα κριθεί και η υπόθεση της πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Εκεί βέβαια τα πράγματα είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και οποιαδήποτε ανασυγκρότηση θα πάρει χρόνο, αλλά ο αυτοπεριορισμός του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Αριστεράς, αφήνει το πεδίο των όποιων διεργασιών στο χώρο αυτόν ελεύθερο και δεν υπάρχει κανένας λόγος για βεβιασμένες πρωτοβουλίες και ενέργειες. Με αυτή την έννοια το πολιτικό σκηνικό θα παραμείνει για αρκετό καιρό αδιαμόρφωτο και ρευστό και ταυτόχρονα σταθερό κι αμετάβλητο ελλείψει άλλης κυβερνητικής εκδοχής.

Είναι γεγονός ότι οι εμφυλιοπολεμικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή εντείνονται. Μετά τη Συρία, που έχει εμπλακεί σε έναν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο χωρίς τέλος, ένα παρόμοιο σκηνικό εμφυλίου βρίσκεται σε εξέλιξη και στην Αίγυπτο, ενώ και η Τουρκία πρέπει να θεωρείται, στην μετα-Ερντογάν εποχή, υποψήφια για κάτι ανάλογο.
Το αίτημα για εκσυγχρονισμό στον αραβικό κόσμο και στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου προσκρούει στα, εγκατεστημένα εδώ και χρόνια, στρατοκρατικά καθεστώτα και στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Η «αραβική άνοιξη», που είχε καθαρά αντικαθεστωτικό χαρακτήρα, «καπελώθηκε» σε πρώτη φάση από το οργανωμένο Ισλάμ. Αλλά είναι ένα κίνημα με μέλλον και θα επιμείνει στους στόχους του. Από την άλλη το Ισλάμ δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με την ιδέα ενός πολιτισμικού εκδυτικισμού και άρα το μέλλον αυτών των κοινωνιών όποιο και νάναι θα κριθεί αναγκαστικά μέσα από μακρόχρονους εμφύλιους πολέμους που μπορεί να παίρνουν διάφορες μορφές. Εκεί οδηγούνται τα πράγματα. Οι πολώσεις που έχουν προκύψει σε αυτή την περιοχή πολύ δύσκολα μπορούν πλέον να διευθετηθούν ειρηνικά.
Το πολιτικό Ισλάμ ανήκει στον κόσμο των ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Επιδιώκει την απόλυτη επικράτησή του και τον βίαιο εξισλαμισμό των αραβικών κοινωνιών. Από την άλλη τα πιο δυναμικά στρώματα αυτών των κοινωνιών και η νεολαία δεν πρόκειται να παραμείνουν περιχαρακωμένα σε εθνικούς καταναγκασμούς στρατοκρατικούς ή ισλαμικούς. Προσβλέπουν στην ένταξή τους στον σύγχρονο κόσμο, διεκδικούν την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Πρόκειται για σύγχρονα ελευθερωτικά κινήματα (χωρίς καμιά σχέση με την αριστερά) με αδιαμόρφωτα ακόμα πολιτικά χαρακτηριστικά που αδυνατούν σε αυτή τη φάση να διαχειριστούν τις πολιτικές κρίσεις που προκαλούν. Από αυτή την άποψη συχνά γίνονται αντικείμενο αξιοποίησης από τον «ξένο παράγοντα».
Η σύμπραξή τους πότε με το Στρατό και πότε με το Ισλάμ δεν έχει παρά ταχτικό χαρακτήρα και δείχνει πως το πέρασμα σε έναν σύγχρονο ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο προϋποθέτει πέρα από την ανατροπή των όποιων στρατιωτικών κατεστημένων και την απαλλαγή από το Ισλάμ. Ο διμέτωπος αυτός αγώνας πάει πολύ μακριά. Και από την φύση των αντιπάλων δυστυχώς δεν μπορεί νάναι ειρηνικός. Με αυτή την έννοια το μέλλον αυτών των κοινωνιών, για τα επόμενα χρόνια, φαίνεται νάναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγραμμένο και δραματικό. Θα έχει εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά και θα συνοδεύεται από πλήθος «ξένες επεμβάσεις».
Δεν πρόκειται οι μεγάλες δυνάμεις να μείνουν αμέτοχες σε μια τέτοιας έκτασης και βάθους ανατροπή των συσχετισμών δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο.

Από όλες τις Αραβικές χώρες και τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου η Αίγυπτος αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Σε αυτήν καταγράφονται με σαφήνεια όλες οι σύγχρονες αντιθέσεις που διαπερνούν αυτές τις κοινωνίες. Ήδη η Αίγυπτος διανύει μια δεύτερη περίοδο, μετά την ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ, όπου η «αραβική άνοιξη» αντιπαρατίθεται με το Ισλάμ (σε συμμαχία, αυτή τη φορά, με το Στρατό). Η επικράτηση σε αυτή την περίπτωση του στρατού δεν σημαίνει με τίποτα επιστροφή στο παρελθόν. Πρόκειται για μια μεταβατική φάση ανάσχεσης του ισλαμικού κινδύνου που ανέκυψε μετά την ανάδειξη του Μόρσι στην Προεδρεία της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος έχει περάσει καθαρά σε μια φάση μετα-Μουμπάρακ και μετα-Ισλάμ μέσα σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ωστόσο τα πράγματα θα παραμείνουν για πολύ καιρό μεταβατικά και εμφυλιοπολεμικά έως ότου αναδυθούν πολιτικά και εδραιωθούν οι δυνάμεις ενός κοσμικού μέλλοντος.

Στη Συρία, που βρίσκεται τελευταία στην επικαιρότητα, τα πράγματα παρουσιάζονται σημαντικά διαφοροποιημένα. Εδώ υπάρχει μια απευθείας σύγκρουση του στρατοκρατικού καθεστώτος με το Ισλάμ. Εξού και το πλήρες αδιέξοδο.
Η επικείμενη επέμβαση των ΗΠΑ στην Συρία, πέρα από όσα λέγονται δημόσια, φαίνεται να αφορά την άμεση αποκατάσταση κάποιων ισορροπιών, που διαταράχθηκαν πρόσφατα υπέρ του καθεστώτος Ασάντ (πιθανόν και με την χρήση χημικών όπλων). Βασική επιδίωξη των ΗΠΑ (είτε επέμβουν στρατιωτικά είτε καταστρέψουν το οπλοστάσιο των χημικών όπλων του καθεστώτος) είναι ο περιορισμός της δύναμης του Ασάντ χωρίς αυτό να σημαίνει κανενός είδους άμεση ενίσχυση της ισλαμικής αντιπολίτευσης (όπως θα επιθυμούσε η Τουρκία). Τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως είπαμε, δεν πρόκειται να μείνουν αμέτοχες στις συντελούμενες εξελίξεις στη μέση Ανατολή. Εδώ εμπλέκονται διάφορες επιδιώξεις και συμφέροντα που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν καθώς κάθε δύναμη συγκροτεί τις δικές της στρατηγικές βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή.

Στη Συρία βέβαια υπάρχει η ιδιαιτερότητα μιας μακρόχρονης ισχυρής παρουσίας της Ρωσίας που αποτελεί και το βασικό στήριγμα του Ασάντ (και τον βασικό προμηθευτή όπλων). Όλη δε η πολιτική Πούτιν στην ανατολική Μεσόγειο εμπνέεται από το ξεπερασμένο πνεύμα της Γιάλτας δηλ. το μοίρασμα της περιοχής ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, και την διαμόρφωση ζωνών επιρροής, με την Συρία να αποτελεί την κατεξοχήν διεκδικούμενη Ρώσικη βάση στη Μέση Ανατολή.
Η Ρωσία λοιπόν αποτελεί μια ούτως ή άλλως βασική παράμετρο του Συριακού προβλήματος που αναβαθμίστηκε όμως σημαντικά εν μέσω κρίσης. Και αυτό δεν οφείλεται σε κανενός είδους υποτίμηση της παρουσίας της από μεριάς Ομπάμα. Απλώς η Ρωσία επωφελήθηκε από την αναποφασιστικότητα που επέδειξε η ηγεσία των ΗΠΑ και οι ιστορικοί της σύμμαχοί (κύρια η Αγγλία). Ωστόσο η θέση της στην πορεία προβλέπεται να γίνει ιδιαίτερα δύσκολη καθώς η πολιτική σύμπραξης με το αμαρτωλό καθεστώς του Ασάντ αργά η γρήγορα θα αρχίσει να την εκθέτει. Το καθεστώς Ασάντ στην Συρία δεν έχει μέλλον και η Ρωσία δεν είναι αυτή που θα καθορίσει την μετα-Ασάντ εποχή. Το πολύ- πολύ να μπορέσει να διασώσει κάποια εκεί παρουσία της.

Όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στις ΗΠΑ οφείλονται κατά βάσιν στις πολιτικές διαθέσεις της Αμερικάνικης κοινωνίας όπως αυτές εκδηλώνονται μετά από δύο αποτυχημένους πολέμους και μια ισχυρή οικονομική κρίση της οποίας τις συνέπειες συνεχίζουν ακόμα να υφίστανται οι Αμερικανοί πολίτες. Στην Αμερική εδώ και καιρό καταγράφεται μια εσωστρέφεια και μια αποστροφή προς κάθε πολεμική εμπλοκή στο εξωτερικό. Άλλωστε και η εκλογή Ομπάμα έγινε σε μεγάλο βαθμό στο όνομα της εξόδου από τον πόλεμο του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Η κοινωνική αυτή πραγματικότητα αντανακλάται για πρώτη φορά τόσο έντονα στη συμπεριφορά των πολιτικών της παραγόντων και επηρεάζει άμεσα την στάση των συμμάχων της.
Η Αμερική για πρώτη φορά βρίσκεται σε τόσο δεινή θέση. Η απώλεια της παλιάς της ισχύος είναι γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της Συρίας χωρίς αυτό να αναιρεί ακόμα τον αποφασιστικό της ρόλο στις διεθνής εξελίξεις.

Η ρευστότητα των πραγμάτων στην ανατολική Μεσόγειο κάνει αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε την ύπαρξη ενός άξονα σταθερότητας στην περιοχή. Ένας τέτοιος άξονας δεν μπορεί νάναι σε αυτή τη φάση άλλος από τον άξονα Ισραήλ- Κύπρος- Ελλάδα.
Το πρόβλημα είναι ότι ο άξονας αυτός στα δύο από τα τρία του μέρη παρουσιάζεται, σε αυτή τη φάση, εξαιρετικά αποδυναμωμένος.
Ελλάδα και Κύπρος περνάν μια περίοδο ακραίας εσωστρέφειας κυριαρχημένες από το πρόβλημα της οικονομικής τους διάσωσης και επιβίωσης. Η νέα προοπτική που διανοίγεται για αυτές τις δύο χώρες, είναι το οικονομικό να διευθετηθεί με έναν ευνοϊκό για αυτές τρόπο μέσω του γεωστρατηγικού προβλήματος που έχει ανακύψει. Αυτή θα είναι μια θετική εξέλιξη που θα επαναφέρει τις δύο χώρες σε τροχιά ενεργού συμμετοχής στις ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις.
Επίσης είναι θετικό ότι επανέρχεται το θέμα της αποδέσμευσης της Κύπρου (της ενιαίας Κύπρου) από το κατοχικό καθεστώς της Τουρκίας και η πλήρης ανεξαρτοποίησή της, από την μεριά κύρια των ΗΠΑ. Εδώ θα πρέπει, εννοείται, και οι Ελληνοκύπριοι να υπερβούν τα φοβικά τους σύνδρομα από μια ενδεχόμενη ενοποίηση της νήσου, τα κληροδοτημένα αυτά σύνδρομα που ενίσχυσε η τελευταία απόρριψη του σχεδίου Ανάν.

Για την Ελληνική εξωτερική πολιτική οι προκλήσεις των καιρών είναι μεγάλες.
Οι σταθεροποιητικοί ρόλοι ως ένα σημείο εκχωρούνται (και ως εκεί μπορεί να καλλιεργούν διάφορες αυταπάτες). Από κεί και πέρα αναλαμβάνονται και προϋποθέτουν την ενεργή ένταξη στη νέα παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων και στις δυνατότητες που αυτή προσφέρει. Η παθητική ενσωμάτωση σε έναν ρόλο δεν αρκεί, όσο κι αν είναι αίτημα των συγκυριών.

Η Ελλάδα γενικά μπορούμε να πούμε (χωρίς να επεκτεινόμαστε σε αυτό το θέμα) ότι έχει τις προϋποθέσεις να αποτελέσει έναν σταθεροποιητικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Αλλά εντελώς αναντίστοιχα με τις απαιτήσεις των καιρών, στο επίπεδο συγκρότησης της εξωτερικής της πολιτικής βρίσκεται πολύ πίσω.
Συνεχίζει να ορίζεται μονοσήμαντα με βάση τον από ανατολάς κίνδυνο και τις συνοριακές διαφορές με την Τουρκία (όταν πουθενά στον κόσμο δεν γίνονται συνοριακοί πόλεμοι). Δεν έχει επεξεργασμένες σύγχρονες γεωστρατηγικές και γεωοικονομιές απόψεις. Τη στιγμή μάλιστα που θεωρείται προεξοφλημένο, από όλες τις πλευρές, ότι για το επόμενο διάστημα το διεθνές γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ενδιαφέρον θα είναι μετατοπισμένο στην ανατολική Μεσόγειο.
Για μας το 1989 δεν είναι ένα ορόσημο. Δεν είναι συνειδητοποιημένο σαν τέτοιο. Δεν έχει γίνει ούτε κατά ελάχιστα αντιληπτό ότι μετά το τέλος του διπολισμού έχει τροποποιηθεί όλη η διεθνής τάξη πραγμάτων. Ο ορίζοντας της εξωτερικής μας πολιτικής παραμένει εγωιστικά στενός τη στιγμή που είμαστε αντιμέτωποι με πιο πολύπλοκα και σύνθετα προβλήματα.
Ο βαθμός ελευθερίας στις εθνικές επιλογές έχει αυξηθεί μετά το τέλος του διπολισμού και τα πληθυσμιακά μεγέθη έχουν πάψει να παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο.
Η διεθνής γεωπολιτική συγκυρία χαρακτηρίζεται από ραγδαίες εξελίξεις.
Οι μεσανατολικές συγκρούσεις, που έχουν επανέλθει στην επικαιρότητα, είχαν πάντα ιστορικά μιαν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα την οποία επαυξάνει η πρόσφατη γεωοικονομική βαρύτητα που αποκτά ο χώρος λόγω του ορυκτού πλούτου που έχει εντοπισθεί στο υπέδαφός του. Στο θέμα αυτό εμπλέκονται άπαντες και για την Ελλάδα δεν είναι ένα απλό θέμα ορισμού της ΑΟΖ (και μάλιστα μονομερώς) όπως αφελέστατα υποστηρίζουν πολλοί στη χώρα μας. Οι νέες ισορροπίες στην ανατολική Μεσόγειο θα προκύψουν μέσα από πολύ πιο σύνθετες πολιτικοδιπλωματικές και οικονομικές διαδικασίες.

Η ώρα των μεγάλων ανατροπών στην ανατολική Μεσόγειο έχει σημάνει. Και υπάρχει μια φοβερή εμπλοκή εθνικών προταγμάτων και συγκρούσεων με γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα διεθνούς ενδιαφέροντος.
Για να βγει κανείς κερδισμένος από αυτή την μακρόχρονη περιπέτεια θα πρέπει να διαθέτει σύγχρονες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές στρατηγικές και απόψεις.
Η διεκδικούμενη νέα Ελληνική ταυτότητα μετά την κρίση, περνά ταυτόχρονα μέσα από την αναδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας και την αναθεώρηση της μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα είναι χώρα των Βαλκανίων, της Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτή τη φάση το κέντρο των εξελίξεων και οι μεγάλες ανακατατάξεις συμβαίνουν στην ανατολική Μεσόγειο. Και θα μας επηρεάσουν και μας αφορούν.

Μήλιος Xρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό