Σχετικά με τη συνέντευξη του Αρχ. Ιερώνυμου στην Κ.Ε στις 23/11/09

Σ

Ο λόγος του πολιτικός, ευθύς και τολμηρός, έρχεται σε μεγάλη αντίστιξη με αυτό που μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει από την πλευρά της Εκκλησίας.
Η απόσταση που παίρνει από την εθνολαγνεία και την πατριδοκαπηλεία, καθώς και ο τρόπος που διεκδικεί να ορίσει το ρόλο της Εκκλησίας στη σύγχρονη πραγματικότητα, ξαφνιάζουν θετικά .
Είναι ίσως η πρώτη φορά που το ακανθώδες ζήτημα του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας μπορεί να ειδωθεί με διαφορετικούς όρους.
Οι πολιτικές δυνάμεις όμως, θα το αξιολογήσουν?

(Η συνέντευξη)

Σχετικά με τον Συγγραφέα

1 Σχόλιο

  • Καλές οι προθέσεις
    Να δούμε και τα αποτελέσματα

    Αγαπητή Σοφία

    Σωστά επέλεξες να σχολιάσεις συνέντευξη του νέου Αρχιεπισκόπου. Είναι γεγονός ότι στις λίγες φορές που μέχρι τώρα έχει τοποθετηθεί, δημόσια, εκφέρει έναν λόγο εκ διαμέτρου αντίθετο από τον προκάτοχο του. Κι αυτό καλό θα είναι, κατ’αρχάς να τύχει μιας θετικής αποδοχής κι ανταπόκρισης.
    Η νέα κατεύθυνση που τίθεται από την μεριά του νέου Αρχιεπισκόπου , για στροφή της Εκκλησίας στο κοινωνικό έργο, είναι όντως κάτι νέο για τα Ελληνικά Εκκλησιαστικά δεδομένα.Τί όρους έχει όμως να προχωρήσει?
    Τόσο το προσωπικό της Εκκλησίας όσο και το «Χριστεπώνυμο πλήρωμα» είναι γαλουχημένα χρόνια τώρα με την ιδέα του εθνοσωτήριου ρόλου της Εκκλησίας και του θεματοφύλακα των ιερών και όσιων του γένους. Στο ίδιο μήκος κύματος έχουν κινηθεί κατά καιρούς και οι όποιες παρεμβάσεις, παλιότερες και νέες, από τον χώρο της αριστεράς (παλιοί νεοορθόδοξοι αλλά και πρόσφατα Θεοδωράκης, Σαββόπουλος, Ζουράρις, Αρδην, Φυλλομάντης κλπ. κλπ).Δεν έχω υπ’ όψιν μου καμιά κίνηση, καμιά πρωτοβουλία, που να έθεσε ποτέ ζήτημα αλλαγής του ρόλου της Εκκλησίας. Αντίθετα όλοι επικαλούνται τον Εθνικό της χαρακτήρα και συνδέουν κάθε επίκληση της ορθοδοξίας με νέες Εθνο-πολιτικές προτάσεις ανασύνθεσης της
    εθνικής ιδεολογίας και πάει λέγοντας. Σε σχέση με όλα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος ,
    στην συνέντευξη, φαίνεται να παίρνει τις αποστάσεις του:( «έχω αηδιάσει την πατριδολαγνία και την εθνοκαπηλία»). Αλλά αδυνατεί να διακρίνει ότι «οι αριστεροί που είναι πιο πιστοί από τους δεξιούς» είναι νοσταλγοί και λάτρεις των Ελληνοορθόδοξων αξιών και της παράδοσης κι όχι τίποτα νεοορθόδοξοι κοινωνιστές που θα σταθούν στο πλάι του σ’ αυτό που επιχειρεί, όπως λέει, να κάνει.
    Η κοινωνική μεταστροφή της Εκκλησίας, από την άλλη, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Δεν αλλάζουν τα πράγματα έτσι απλά με την πρακτική και σιωπηλή οργάνωση και προώθηση μιας κοινωνικής δραστηριότητας (όπως υποστηρίζει ο Αρχιεπίσκοπος ). Θα απαιτηθεί (αν πραγματικά κάτι τέτοιο επιχειρηθεί) να ανοιχθούν μέτωπα, να γίνουν ανατροπές σε συσχετισμούς, αντιλήψεις και πρόσωπα να αναμορφωθεί όλη η εκκλησιαστική κουλτούρα και δομή με τα τοπικά φέουδα και τις πολύμορφες προνομοίες τα εθνικά κηρύγματα από αμβωνος και τις πολιτικές και οικονομικές διαπλοκές. Το υπάρχον εκκλησιαστικό κατεστημένο είναι αδύνατον να προσδώσει κοινωνικό χαρακτήρα στο εκκλησιαστικό έργο. Θα το αντιστρατευθεί και θα το υπονομεύσει όσο μπορεί κι όπως μπορεί και θα επιμείνει στα εύκολα και αυτά που ξέρει χρόνια να κάνει, σ’ αυτά που εναρμονίζονται με τα συμφέροντα του, την νοοτροπία και τα πιστεύω του. Οι υποκειμενικές προδιαγραφές εξ’ άλλου μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής είναι σαφές ότι και από την μεριά της δεν το περιλαμβάνει. Με τι όρους ,το υπάρχον δυναμικό ,να ασκήσει κοινωνικό έργο (πέραν της γνωστής και ανυπόλυπτης αγαθοεργίας) να προσεγγίσει τους σύγχρονους κοινωνικούς χώρους, να έρθει σε επαφή με τα πολυσύνθετα και πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα? Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια άλλου τύπου ιδεολογική ένταξη-στράτευση αλλά και παιδεία και γνώση κι αλτρουιστική κουλτούρα κι αποστολικές πρακτικές. Πράγματα δύσκολα για τα υποκειμενικά δεδομένα της σημερινής Εκκλησίας, σχεδόν αδύνατα. Πώς να ανατραπεί ένα ολόκληρο καθεστώς, πώς να χαλάσει μια ολόκληρη βόλεψη?

    Δεν θάθελα εδώ να παραβλέψω και την σύνδεση, που κάνει ο Αρχιεπίσκοπος, ανάμεσα στην νέα κοινωνική κατεύθυνση και το επίμαχο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
    Όπου το δεύτερο προβάλλεται ως όρος για το πρώτο. Και μέσω αυτού επεκτείνεται και στα περίφημα χρυσόβουλα επαναστρέφοντας σε «εθνικά» θέματα (να μην ξεχνιόμαστε εντελώς) που μέσω της αμφισβήτησης (των χρυσόβουλων) τάχα διακυβεύονται (Πατριαρχεία, μονή Σινά κλπ.).Εδώ έχουμε μια από τα ίδια, τα παλιά. Η Εκκλησία στον πλέον προσφιλή της ρόλο του εθνικού θεματοφύλακα. Τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Μιά με το ένα πρόσχημα, μια με το άλλο να αποτρέψουμε πάση θυσία μια πιθανή μελλοντική εκδοχή δήμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Γιατί αυτή τελικά είναι το χαλί κάτω από τα πόδια της εθνικής ιερωσύνης που όποιος της το τραβήξει τότε μονό θα μπορέσει να αξιολογήσει το πραγματικό «εθνικό της ανάστημα». Με την κατοχή χιλιάδων στρεμμάτων στην Ελληνική επικράτεια και εκατοντάδες αστικά ακίνητα οποιοσδήποτε θα είχε -με μια ορισμένη έννοια- «εθνικά συμφέροντα» σε αυτόν τον τόπο αλλά και οικονομική και πολιτική ισχύ. Και ίσως -γιατί όχι?- να έκανε και κάποιο αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο. Η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει συμβάλει παρά ελάχιστα στη προσφορά κοινωνικού έργου. Και όχι μόνο . Αποτελεί την υλική βάση μιας δυσανάλογης βαρύτητας ενός καθόλα συντηρητικού θεσμού στην ελληνική κοινωνία.
    Τα χρυσόβουλα από την άλλη είναι καθαρά εκκλησιαστικό επιχείρημα που στις διακρατικές σχέσεις και διαφορές δεν έχει καμιά θέση. Αλλοίμονο αν το ελληνικό κράτος προσέρχονταν στο τραπέζι των συζητήσεων με το Τουρκικό κράτος, το Ισραηλινό ,το Συριακό κλπ. προσκομίζοντας βυζαντινά χρυσόβουλα. Πού ζούμε? Θεός φυλάξει.

Σοφία Μποϊδίδου

Kατηγορίες

Ιστορικό