Οικονομική μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην Ελληνική κοινωνία

Ο

Για όποιον έζησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 / αρχές του 1980 στην Ευρώπη και ειδικότερα στην τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και παρακολουθούσε τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις εκείνης της εποχής, συζητήσεις όπως η σημερινή δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού σ’ αυτές συνήθως επαναλαμβάνονται τα επιχειρήματα που είχαν χρησιμοποιηθεί και τότε.

Βέβαια τα πράγματα έχουν ως ένα σημείο αλλάξει. Σήμερα π.χ. κεντρικό ρόλο στις συζητήσεις έχουν κατηγορίες όπως «παγκοσμιοποίηση», «πολυπολιτισμικότητα», «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Επίσης έχουν αλλάξει οι όροι, υπό τους οποίους συντελείται η συζήτηση για μας τους `Ελληνες: τότε ήμασταν λίγο – πολύ απλά αντικείμενα των συζητήσεων (μια κατάσταση που εξακολουθεί ακόμη να ισχύει για πολλούς συμπατριώτες μας σε πολλά μέρη του κόσμου – αυτό δεν πρέπει ποτέ να το λησμονούμε!)· σήμερα είμαστε, υποτίθεται, εμείς εκείνοι που παίρνουμε τις αποφάσεις για άλλους.

Ωστόσο η ουσία του προβλήματος παραμένει ή ίδια και είχε διατυπωθεί και συμπυκνωθεί ήδη από τότε καίρια σε μια φράση από τον ελβετό συγγραφέα Max Frisch: «Εμείς χρειαζόμασταν εργατικό δυναμικό και εδώ μας ήρθαν άνθρωποι». Με ανθρώπους λοιπόν έχουμε πρωτίστως να κάνουμε όταν κάνουμε λόγο για «οικονομικούς» ή με οποιοδήποτε άλλο επίθετο προσδιορισμένους «μετανάστες», – με ανθρώπους, και όχι με μια άμορφη και απειλητική μάζα από «δίποδα εργαλεία», χωρίς ελευθερία και αξιοπρέπεια, όπως αντιλαμβάνονταν ή περιέγραφαν πολλοί Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι τότε τους ξένους εργάτες και εργάτριες, χωρίς βέβαια να εξαιρούν εμάς τους Ελληνες. Από την στιγμή όμως που αναγνωρίζονται ως «άνθρωποι» έχουν και ορισμένα απαράγραπτα δικαιώματα. Όποιος τα αγνοεί και τα παραβιάζει δεν προσβάλλει και υποβιβάζει τους μετανάστες, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό και την ανθρωπιά του.

Συστατικό στοιχείο της έννοιας του ανθρώπου όμως είναι η κοινωνικότητα, η συνύπαρξη, η συμβίωση και η σύμπραξη με άλλους ανθρώπους, ο συγχρωτισμός μαζί τους. Ο άνθρωπος που ζει έξω από την «πολιτική κοινωνία» δεν είναι πλέον άνθρωπος, αλλά κάτι το «θηριώδες», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Την ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία την επιτάσσει επομένως πριν απ’ όλα το γεγονός και μόνον ότι είναι άνθρωποι. Η επιταγή αυτή δεν επιδέχεται ως προς το περιεχόμενό της αμφιβολία. Το πώς εφαρμόζεται στην πράξη, αυτό είναι βέβαια άλλο ζήτημα που αφορά αφενός την πολιτεία και τους νόμους της, αφετέρου και προπαντός τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, είτε είμαστε ντόπιοι είτε μετανάστες.

Θα επιχειρήσω τώρα να περιγράψω τις προϋποθέσεις και τις προεκτάσεις μιας βασικής κατηγορίας που χρησιμοποιείται στις μέρες μας στη συζήτηση για την ενσωμάτωση των ξένων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για τον όρο «οικονομία» που με τη μορφή του επιθέτου «οικονομική» (μετανάστευση) κυριαρχεί και στον τίτλο της σημερινής μας συνεύρεσης. Η περιγραφή που θα ακολουθήσει προσπαθεί να διασαφηνίσει τί συνεπάγεται η χρήση αυτής της κατηγορίας και πώς λειτουργεί στο ζήτημα που μας απασχολεί. Σπεύδω ευθύς εξαρχής να διευκρινίσω ότι όσα ακολουθούν δεν εγείρουν καμιά αξίωση μιας ειδικής «επιστημονικής» ανάλυσης. Είναι ορισμένες σκέψεις και παρατηρήσεις που προέκυψαν από μακροχρόνια παραμονή στο εξωτερικό, κυρίως στην Γερμανία και στο Βέλγιο, και την σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα της τελευταίας περίπου δεκαπενταετίας.

`Όπως λοιπόν διαφαίνεται και από τον τίτλο της σημερινής συζήτησης μια σημαντική, αν όχι η σημαντικότερη παράμετρος στο θέμα της ενσωμάτωσης των μεταναστών είναι η οικονομία, της οποίας ο ρόλος, ενώ σ’ άλλα πεδία είναι τουλάχιστον προβληματικός, εδώ παρουσιάζει και ορισμένα θετικά στοιχεία. Και αυτό επειδή η οικονομία απαιτεί την όσο το δυνατόν ταχύτερη ενσωμάτωση των ξένων στην ελληνική κοινωνία, και μάλιστα με το κύρος και την αυθεντία του καθοριστικού σήμερα παράγοντα της κοινωνικής και όχι μόνο πραγματικότητας που αναμφισβήτητα έχει. Έτσι μπορεί στις μέρες μας να αμφισβητούνται τα πάντα: τα κόμματα και η πολιτική, το κράτος, η εκκλησία, η παράδοση (η πολυθρύλητη «ελληνική φιλοξενία»!), ο συνδικαλισμός και οι άλλοι «παραγωγοί» ή θεματοφύλακες αρχών και ηθικής που θα ήταν δυνατό να επιβάλουν την προστασία και την ενσωμάτωση των ξένων εργατών και εργατριών. Κανείς όμως δεν αμφισβητεί την οικονομία και την θεμελιώδη σημασία της, η οποία επεμβαίνει πλέον και στο πεδίο της κοινωνικής ηθικής και είναι, ή θα έπρεπε να είναι, αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας ο ισχυρότερος σύμμαχος των μεταναστών στον αγώνα τους για κοινωνική ενσωμάτωση.

Για την οικονομία οι μετανάστες ανήκουν στα ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας, συμφέροντα τα οποία βέβαια ορίζονται από την ίδια ως πρωτίστως οικονομικά: η ευρωπαϊκή και μαζί και η ελληνική αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά συστήματά τους που κινδυνεύουν απαιτούν και επιβάλλουν την ενσωμάτωση των μεταναστών και μεταναστριών. Το ότι αυτή τη διάγνωση τη συμμερίζεται κατά βάθος και η λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία» των Ελλήνων παρά την κατά τα άλλα μισόξενη στάση της, το διαπιστώνει κανείς, αν ρίξει μια πρόχειρη ματιά στις ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης και την μέχρι παροξυσμού προβολή οικονομικών προβλημάτων και οικονομικού χαρακτήρα συμβουλών: Οι Έλληνες είμαστε πλέον, όπως λίγο-πολύ και όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, πρώτα απ΄ όλα παραγωγοί και καταναλωτές, και ύστερα πολίτες, πρώτα οικονομικό και έπειτα πολιτικό υποκείμενο. Απ’ αυτή την κρατούσα σήμερα αντίληψη της πραγματικότητας, δηλαδή του homo oeconomicus, δεν φαίνεται να υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ «ημεδαπών» και «αλλοδαπών». Η διάκριση «Ελλήνων» και «ξένων» αποδεικνύεται στο επίπεδο αυτό ανυπόστατη, ένα ιδεολόγημα.

Έτσι λ.χ. η έννοια του «αλλοδαπού» και του «ξένου» έχει αποκτήσει στις μέρες μας την συνυποδήλωση της «πηγής κακών» – σαν να μην ήταν και για μας τους Έλληνες η ανεργία, η φτώχια, η κοινωνική έκπτωση ή η ανικανότητα να εκφραστούμε αιτία μύριων προβλημάτων. Όπως συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας έτσι οι μετανάστες θίγονται και από την ενδεχόμενη ύφεση. Η αντίληψη του «αλλοδαπού» ως προβληματικού προσώπου συγχέει αιτία και αποτέλεσμα. Ακόμη και πραγματικά προβλήματα, όπως το χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης σε σχολεία περιοχών όπου το ποσοστό των παιδιών των μεταναστών είναι υψηλό, η αυξημένη εγκληματικότητα κλπ., δεν οφείλονται σε χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στον «αλλοδαπό» μόνο και μόνο επειδή είναι «αλλοδαπός», αλλά σε διεργασίες κοινωνικού αποκλεισμού και υποβάθμισης που τις υφίστανται τόσο οι ξένοι όσο και οι ίδιοι οι Ελληνες.

Απλοποιήσεις αυτού του είδους υπάρχουν όμως και εκεί που δεν θα τις περίμενε κανείς. Έτσι π.χ. και η θετική αντίληψη που έχουν για όλους τους ξένους οι θιασώτες της «πολυπολιτισμικότητας» είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος και έχει εμφανώς αντισταθμιστικό ή και υπεραναπληρωτικό χαρακτήρα. Και αυτή η αντίληψη, όπως και η προηγούμενη δυσμενής, εκλαμβάνουν τον «αλλοδαπό» ως τον «Αλλον», τον «διαφορετικό» που μπορεί να μη θεωρείται απειλή, αλλά εμπλουτισμός για την κοινωνία μας, δεν παύει όμως και στις δύο περιπτώσεις να αντιμετωπίζεται κατά βάση ως κάτι «εξωτικό» και ξένο προς την οικεία ελληνική πραγματικότητα.

Η καθαρά οικονομική αντίληψη του «μετανάστη» που αναφέρθηκε προηγουμένως αποσυνδέει τη λέξη «μετανάστης» απ’ όλα αυτά τα αρνητικά ή θετικά συμφραζόμενα, στο πλαίσιο των οποίων παραμένει «ξένο σώμα», και την εντάσσει σ’ ένα κοινωνικοοικονομικό πλέγμα σημασιών, στο οποίο κυριαρχεί η κατηγορία της αποδοτικότητας και του συμφέροντος, όπου όλοι είναι κατ’ αρχήν ίσοι. Μια τέτοια οικονομοκεντρική περιγραφή τόσο του μετανάστη όσο και της κοινωνίας μας είναι τουλάχιστον πιο ρεαλιστική, πιο έντιμη και πιο λειτουργική από τις προηγούμενες. Διότι ρητά ή υπόρρητα είναι πια καθολικά αποδεκτό, τουλάχιστον στην καθημερινή μας ζωή, ότι το συνεκτικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι τόσο κάποιες κοινές αξίες, παραδόσεις και πεποιθήσεις, όσο η παραγωγικότητά της και οι οικονομικές της επιδόσεις. Όπως σ’ ολόκληρο τον κόσμο έτσι και στην χώρα μας όμως η κυριαρχία της αγοράς καταλύει τις όποιες πολιτιστικές, εθνικές ή ιδεολογικές διαφορές και αναγνωρίζει πλέον μόνο τις οικονομικές. Ό,τι δηλαδή γίνεται στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, όπου η ενσωμάτωση «ξένων» πολιτικά και πολιτιστικά κρατών στην παγκόσμια αγορά επιφέρει την ομαλοποίηση και την συνδιαλλαγή μεταξύ των δύο πλευρών, μεταφέρεται και στην εσωτερική πολιτική: η αποτελεσματικότερη και πιο απρόσκοπτη μορφή κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών συντελείται με την ένταξή τους στο οικονομικό μας σύστημα και τους μηχανισμούς του, ο ορθολογισμός των οποίων επιβάλλει τον εξορθολογισμό των σχέσεων ντόπιων και ξένων και την ειρηνική συνύπαρξή τους.

Ο ορθολογισμός αυτός έγκειται ειδικότερα στο γεγονός ότι στην οικονομοκεντρική αντίληψη και περιγραφή των μεταναστών οι κατηγορίες της «εθνικότητας» δεν έχουν καμιά σημασία. Ενώ μάλιστα σ’ άλλες περιπτώσεις η κυριαρχία της οικονομικής λογικής λειτουργεί ισοπεδωτικά για τις πολιτιστικές διαφορές, στο θέμα των μεταναστών συμβαίνει κάτι άλλο. Διότι μπορεί αυτή η ισοπέδωση να συμβαίνει σ’ ένα πρώτο επίπεδο, σ’ ένα δεύτερο όμως επίπεδο, οι πολιτιστικές διαφορές αποκαθίστανται, καθώς με την επιδιωκόμενη από την οικονομία εξασφάλιση μιας κατ’ αρχήν εθνοτικά, θρησκευτικά και ιδεολογικά ουδέτερης έννομης τάξης, στην οποία συμμετέχουν όλοι, γηγενείς και ξένοι, ισότιμα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να εκφραστούν απρόσκοπτα οι όποιες πολιτιστικές διαφορές, οι οποίες είναι λιγότερο βαρύνουσες απ’ όσο πολύ από εμάς νομίζουν. Θα κλείσω μ’ ορισμένες επισημάνσεις σχετικά με αυτό το θέμα.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο όπου ο εθνικισμός μάστιζε την Ευρώπη και κάθε χώρα της ηπείρου εξήρε την ανεπανάληπτη και μοναδική της πολιτιστική ταυτότητα και κληρονομιά, ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος και κλασικός φιλόλογος Νίτσε αναφωνούσε:

«Λίγο καθαρό αέρα! Υπάρχει λογική πίσω απ’ αυτόν τον ηλίθιο εθνικισμό; Τι αξία έχει τώρα, όταν τα πάντα παραπέμπουν σε μεγαλύτερα και κοινά συμφέροντα, να εξάπτονται τέτοια άξεστα εγωϊστικά συναισθήματα; Και μάλιστα από κράτη που αυτοαποκαλούνται «χριστιανικά»! […] Και όλ’ αυτά σε μια εποχή που η πολιτιστική αλληλεξάρτηση και η αποεθνικοποίηση κυριαρχούν, και η πραγματική αξία του πολιτισμού έγκειται στην αμοιβαία συγχώνευση και γονιμοποίηση. Η οικονομική ενότητα της Ευρώπης επέρχεται αναγκαστικά – και το ίδιο, ως αντίδραση, το κόμμα της ειρήνης».

Όσα ανέπτυξα προηγουμένως δεν ήταν παρά μια προσπάθεια ερμηνείας αυτών των πυκνών προφητικών φράσεων του Νίτσε. Όλες οι συλλογικές ταυτότητες αποδείχθηκαν στην ιστορία παροδικές και προσωρινές, όχι τόσο και όχι μόνο με την έννοια ότι εξαλείφθηκαν, αλλά με την έννοια ότι ενσωμάτωσαν μικρότερα ή ενσωματώθηκαν σε ευρύτερα συλλογικά μορφώματα και έτσι συχνά ανανεώθηκαν ή ισχυροποιήθηκαν και κατάφεραν να επιβιώσουν. Αντίθετα όσοι προσπάθησαν να αυτοεγκλειστούν σε θερμοκήπιο και να μην εκτεθούν στο τραχύ κλίμα της ιστορικής πραγματικότητας, είτε εξαφανίστηκαν από προσώπου γης είτε εξέπεσαν στην γραφικότητα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με την «παγκοσμιοποίηση».

Αιχμή του δόρατος των διεργασιών της παγκοσμιοποίησης είναι τα λεγόμενα m-media: money, music, movies, mathematics, migration και moral claims. Μόνο όμως στην μετανάστευση έχουμε να κάνουμε άμεσα με ανθρώπους που προκαλούν και δοκιμάζουν και την δική μας ανθρωπιά. Γι΄ αυτό πρώτο και έσχατο κριτήριο του πολιτισμού ενός λαού και ενός κράτους δεν είναι ούτε ο πλούτος του, ούτε ο κινηματογράφος του, ούτε η μουσική του, ούτε η επιστήμη του, ούτε η επίσημη ηθική του, αλλά ο τρόπος που υποδέχεται και αντιμετωπίζει στην καθημερινή πρακτική ζωή του ξένους. Από την άποψη αυτήν η ένταξη των μεταναστών είναι μόνο το πρώτο, απαραίτητο βήμα. Τα δύσκολα, δηλαδή η προσωπική συμπεριφορά του καθενός στην δύσκολη ελληνική καθημερινότητα, έπονται.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Αντώνης Ρεγκάκος

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό