Εκλογές 2009. Ανέλπιστη και ευάλωτη αυτοδυναμία

Ε

Από ότι φαίνεται πλέον κάθε εκλογική αναμέτρηση θα κρύβει και μια έκπληξη(;). Μετά την τεράστια αποχή των Ευρωεκλογών έχουμε το ανέλπιστο 43,92% του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές.
Εκεί πού όλες, ανεξαίρετα, οι εκτιμήσεις μιλούσαν (το πολύ) για μια οριακή αυτοδυναμία ΠΑΣΟΚ, προέκυψε η πλέον δυνατή, με τις σημερινές συνθήκες, κυβερνητική πλειοψηφία. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη κινητικότητα να την προαναγγέλλει χωρίς κανένα δημοσκοπικό στοιχείο να την καταγράφει.
Οι δημοσκοπικές εταιρίες πέσαν, για μια ακόμα φορά, έξω. Πώς εξηγείται το φαινόμενο;
Το λάθος έγινε αντιληπτό εκ των υστέρων. Οι εταιρίες έψαχναν να βρουν μια καθαρή ποσοτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ (τη στιγμή που δεν υπήρχε κάτι τέτοιο). Η ποσοστιαία αύξηση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ (43,92%) δεν προέκυψε κύρια από μια αντίστοιχη ποσοτική αύξηση, αλλά από το ύψος της αποχής, που αποτελούσε ήσσονος σημασίας μέγεθος, για τις εταιρίες, σε αυτές τις εκλογές.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 το ΠΑΣΟΚ πήρε ακριβώς όσους ψήφους είχε πάρει και το 2004 (3 εκατ. ψήφους περίπου). Είναι ο ίδιος αριθμός ψήφων με τους οποίους το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές του 2004. Με τον ίδιο αριθμό ψήφων το 2004 είχε ποσοστό 40,51% και το 2009 43,92%. Η αύξηση του ποσοστού συνέβη επειδή, κατά κύριο λόγο, μειώθηκε ο αριθμός των ψηφισάντων ή αλλιώς αυξήθηκε το ποσό της αποχής. Δεν υπήρξε καμιά αριθμητική αύξηση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ (σε σχέση με το 2004), καμιά δυναμική πού διέφυγε από την έρευνα των δημοσκοπικών εταιριών. Και σε σχέση με το 2007 υπήρξε μόλις μία αύξηση 280.000 ψήφων περίπου. Το ΠΑΣΟΚ δεν αύξησε ουσιαστικά την δύναμή του παρά μόνο το ποσοστό του κι αυτό λόγω κύρια τής αύξησης της αποχής. Αυτή είναι μια από τις αλήθειες των πρόσφατων εκλογών.
Μια δεύτερη αλήθεια είναι ότι, παρ’ όλη την κανονική εναλλαγή, ο δικομματισμός υποχώρησε κι άλλο. Από το 85,87% του 2004 έφθασε στο χαμηλότερο ιστορικά ποσοστό του 77,40 % το 2009. Αυτό σημαίνει ότι η κύρια τάση της αποδυνάμωσης του δικομματισμού παραμένει ισχυρή και ότι είναι σε συνεχή εξέλιξη (και δεν υπάρχει κανένας θρίαμβος του δικομματισμού όπως υποστηρίζει μετεκλογικά μερίδα της εντεταλμένης δημοσιογραφίας.)
Μια τρίτη αλήθεια είναι ότι η αποχή συνεχίζει να κινείται σε υψηλά ποσοστά και να καταγράφει μια πολιτική, κατά κύριο λόγο, στάση στα πολιτικά πράγματα. Σε αυτές τις εκλογές π.χ. ενισχύθηκε από την στάση των απογοητευμένων οπαδών της Ν.Δ. (μια καθαρά πολιτική συμπεριφορά), αλλά γενικά έχει την τάση ανόδου και δεν συνιστά ένα συγκυριακό φαινόμενο.
Η αποχή υπολογίζεται από την διαφορά ανάμεσα στους εγγεγραμμένους και τους ψηφίσαντες. Υπολογίζεται δηλ. με βάση τους εγγεγραμμένους που αποτελούν και το εκλογικό σώμα. Περίπου 3 εκ. Έλληνες απείχαν το 2009 των εκλογών. Τα ποσοστά των κομμάτων υπολογίζονται με βάση τους ψηφίσαντες ενώ παρουσιάζονται ως ποσοστά του εκλογικού σώματος (το ΠΑΣΟΚ π.χ. φαίνεται να εκπροσωπεί το 44% του εκλογικού σώματος (του Ελληνικού λαού όπως συνηθίζεται να λέγεται) ενώ στην πραγματικότητα εκπροσωπεί περίπου το 43% όσων ψήφισαν το 2009 και το 30% του εκλογικού σώματος). Αν τα ποσοστά των κομμάτων τα υπολογίσουμε με βάση το εκλογικό σώμα τότε μειώνονται δραματικά. Η δύναμη π.χ. του ΠΑΣΟΚ αντιπροσωπεύει το 30% του εκλογικού σώματος (του Ελληνικού λαού), της Ν.Δ. 23%, του ΚΚΕ 5% κλπ. κλπ. Όσο η αριθμητική δύναμη ενός κόμματος είναι μεγαλύτερη τόσο το ποσοστό του μειώνεται περισσότερο όταν υπολογίζεται με βάση το εκλογικό σώμα.
Όλα αυτά τα αναφέρουμε γιατί σχετικά με τις εκλογές και τα αποτελέσματα δημιουργείται μια εντελώς λανθασμένη αίσθηση των πραγμάτων. Η περίφημη νίκη του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ σχετική και περιορισμένη σε αντίθεση με ότι φαίνεται και με ότι γίνεται προσπάθεια να φανεί. Επί πλέον η όποια εκλογική υποστήριξή που είχε (για να φθάσει την εκλογική δύναμη του 2004) έγινε με κάθε επιφύλαξη στην πολιτική του. Έγινε σιωπηλά κι αθόρυβα, με τρόπο που ελάχιστα καταγράφηκε στις δημοσκοπήσεις. Μπορούμε δε να την χαρακτηρίσουμε, σε μεγάλο βαθμό, σαν αρνητική ψήφο στη Ν.Δ, ή θετική στις οικονομικές (και μόνο) εξαγγελίες του Γ. Παπανδρέου. Με τίποτα όμως σαν κεντροαριστερή ψήφο ή ψήφο εμπιστοσύνης γενικά στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, ή ψήφο που συνδέεται με κοινωνικές μετατοπίσεις.
Η υπερεκτίμηση της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ προέκυψε όμως ευθέως και από άλλα δύο στοιχεία. Τη μεγάλη πτώση της Ν.Δ. και τον τρόπο λειτουργίας των μαζικών μέσων και των εταιριών δημοσκόπησης.
Η πτώση της Ν.Δ., στο βαθμό που έγινε, ήταν επόμενο να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας γενικής αίσθησης υπερψήφισης του ΠΑΣΟΚ. Να δώσει την εντύπωση μιας πολύ μεγάλης νίκης (σε αντιδιαστολή με μια μεγάλη πτώση) τη στιγμή που και τα μαζικά μέσα και οι εταιρίες δημοσκόπησης από την μεριά τους, πρόβαλαν σαν βάση σύγκρισης την ποσοστιαία διαφορά των δύο κομμάτων. Στοιχείο που αποτέλεσε και το κριτήριο αξιολόγησης των αποτελεσμάτων (και οδήγησε σε ένα ακόμα δημοσκοπικό Βατερλό).
Επιμένοντας οι εταιρίες στη ποσοστιαία διαφορά των δύο κομμάτων παρέβλεψαν το ζήτημα της αποχής δηλ. της ρευστότητας του εκλογικού σώματος πού όμως καθορίζει τις ποσοστιαίες αναλογίες. Το αριθμητικό π.χ. πέντε (5) είναι πάντα πέντε, το ποσοστιαίο όμως 5% εξαρτάται από το σύνολο στο οποίο αναφέρεται με το οποίο έχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση-αυξάνει το ένα μειώνεται το άλλο. Έτσι μειώθηκε ο αριθμός των ψηφισάντων κι αυξήθηκε το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ.
Στο πρόβλημα της αποχής τώρα πιστεύουμε ότι πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα. Η τάση διεύρυνσης της αποχής μαζί με την τάση της αποδυνάμωσης του δικομματισμού συνιστούν τούς δύο βασικούς παράγοντες πού οδηγούν το υπάρχον πολιτικό σύστημα σε ένα αδιέξοδο αναπαραγωγής. Τι μέλλει γενέσθαι;
Μόνη πρόσκαιρη διέξοδος φαίνεται να είναι η εξάντληση όλων των περιθωρίων που παρέχει η εκλογική νομοθεσία. Θα πρέπει επόμενα να αναμένουμε αλλαγές στον εκλογικό νόμο, σε καθαρά πλειοψηφική κατεύθυνση, και προσπάθεια δραματικής συρρίκνωσης της κοινοβουλευτικής δύναμης των μικρών κομμάτων προκειμένου το δικομματικό σύστημα να διασωθεί, στο μέτρο βέβαια και στο βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει και για μια μεσοπρόθεσμη μεταβατική φάση.

Όλα τα παραπάνω μπορεί εκλογικά να αποκαθιστούν τα αποτελέσματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, να αφήνουν να εννοηθεί το ευάλωτο της αυτοδυναμίας, αλλά δεν το στοιχειοθετούν πλήρως.
Ο γενικός προσανατολισμός, τα φυσιογνωμικά στοιχεία, η πολιτική δυνατότητα του νέου πολιτικού προσωπικού πού ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας στο όνομα του ΠΑΣΟΚ, είναι που αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο, σχετιζόμενο πάντα με τις συνθήκες και τα προβλήματα πού έχει να αντιμετωπίσει (όχι δηλ. γενικά και αφηρημένα).
Η πολιτική ζωή κινείται πλέον με πολύ γοργούς ρυθμούς. Οι εξελίξεις επιταχύνονται ολοένα περισσότερο όσο τα αδιέξοδα πληθαίνουν και αδυνατούν πολιτικά να αντιμετωπισθούν. Η κυβέρνηση Καραμανλή έκλεισε τον κύκλο της ζωής της, με πρωτοφανή και συνοπτικό τρόπο θέτοντας εκτός πολιτικής όλον τον βασικό της πυρήνα. Και βέβαια απέτυχε με πολλές έννοιες. Αλλά κύρια με την έννοια της πολιτικής αδυναμίας, ενός ορίου πού έπιασε, πολιτικού, να μπορέσει θετικά να διαχειριστεί την επερχόμενη οικονομική και πολιτική κρίση. Όσοι μιλούν για το λάθος των πρόωρων εκλογών δεν κατανοούν την οριακότητα των πραγμάτων στην πολιτική.
Από την άλλη έχουμε μια διάδοχη κατάσταση απροσδιόριστη πολιτικά. Ανέτοιμη να αναλάβει το βάρος των ευθυνών της (πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς;) πού προσπαθεί να καλύψει το κενό της πολιτικής της με διάφορες επινοήσεις. Συγχέει τις συνθήκες του 1980 με τις σημερινές και προσπαθεί να μιμηθεί την ξεπερασμένη επικοινωνιακά «κυβερνητική τεχνική» εκείνης της περιόδου (μεγαλόστομες εξαγγελίες, μετονομασίες υπουργείων, καταργήσεις, συγχωνεύσεις, ανασυστάσεις επιτροπών, προγράμματα εκατό ημερών, πανηγυρικά υπουργικά συμβούλια, νεολογισμοί κλπ. κλπ.). Δημιουργεί μια επίπλαστη εικόνα της όλης κατάστασης, δίνει την εντύπωση ότι αγνοεί την κρισιμότητα των περιστάσεων. Επιβαρύνει με αλόγιστες ενέργειες την όλη κρατική λειτουργία προτάσσοντας αλλαγές «που δεν είναι της ώρας» (δεν «κολλούσε το πράγμα» επειδή η πυροσβεστική υπηρεσία δεν ήταν στο ίδιο υπουργείο με την αστυνομία ή επειδή το υπουργείο ονομάζονταν υπουργείο δημόσιας τάξης κι όχι προστασίας του πολίτη ή επειδή το περιβάλλον ήταν στο χωροταξίας και δημοσίων έργων ή ότι έλλειπε ένα υπουργείο υποδομών ή ακόμα ότι υπήρχε ένα υπουργείο Μακεδονίας για συμβολικούς λόγους). Όλες αυτές οι επουσιώδεις αλλαγές προκαλούν πολύ ουσιώδεις επιπρόσθετες δυσλειτουργίες, για μεγάλο διάστημα, και βέβαια συνεπάγονται και σημαντικό κόστος. Η «τράπεζα ιδεών» του ΠΑΣΟΚ περιέχει πλήθος μικρο-ρυθμίσεις σε πολλά επίπεδα πού όλες μαζί συντείνουν στο να προβάλουν το νεωτεριστικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ (παλιά ιστορία κι αυτή συνυφασμένη με το Πασοκικό μοντέλο διακυβέρνησης από το’80).
Η πειραματική όμως πολιτική του ΠΑΣΟΚ δεν εξαντλείται στις μικρο-αλλαγές στο κράτος και την κυβερνητική πρακτική (αν και επικοινωνιακά συνήθως επικεντρώνεται σε αυτές). Επεκτείνεται στην οικονομία σε τρεις διακηρυγμένες κατευθύνσεις : α) νοικοκύρεμα (έλεγχος δαπανών- αύξηση εσόδων) β) ρευστότητα στην αγορά (διοχέτευση 2,5-3 δις. ευρώ πού θα εξοικονομηθούν από ανείσπρακτους φόρους) και γ) πράσινη ανάπτυξη δηλ. επενδύσεις σε καινοτομίες με υψηλές περιβαντολογικές προδιαγραφές, εναλλακτικές μορφές ενέργειας κλπ. κλπ.
Προς το παρόν η αγορά βυθίζεται σταθερά ολοένα πιο πολύ στην ύφεση ενώ παράλληλα εντείνεται, από μήνα σε μήνα, η δημοσιονομική κρίση.
– Η μείωση των ελλειμμάτων δεν μπορεί να γίνει μέσα από το «νοικοκύρεμα».Οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να περιοριστούν κατά το ελάχιστο (σπατάλες, ασφαλιστικό κλπ.) όπως και τα έσοδα να φθάσουν να μειώνονται με σχετικά μικρότερο ρυθμό, χάρις στην ένταση των φορολογικών ελέγχων. Αυτό δεν αρκεί για να μειωθούν σημαντικά τα ελλείμματα, που το μεγαλύτερο μέρος τους, στις σημερινές συνθήκες, οφείλεται στην ύφεση (κι όχι στην αύξηση των δαπανών και της φοροδιαφυγής). Το μόνο εντυπωσιακό που μπορεί να γίνει (και προς αυτό φαίνεται να κατευθύνεται η όλη προσπάθεια του υπουργείου οικονομικών) είναι η λογιστική εμφάνιση μιας σημαντικής μείωσης των ελλειμμάτων. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η απότομη αύξησή τους από το 6% -προεκλογικά- στο 12,5 % μετεκλογικά. Το έργο έχει ξαναπαιχθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν κι έχει αποδώσει. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει πώς άλλο είναι ή μείωση των ελλειμμάτων (πλασματική ή πραγματική) κι άλλο η κάλυψή τους πού θα συνεχίσει να γίνεται με δανεισμό και να αυξάνει συνεχώς το δημόσιο χρέος.
– Η διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας ποτέ δεν γίνεται με την διαδικασία των φόρων (εισπραγμένων ή ανείσπρακτων) εκτός κι αν αντιπροσωπεύουν παθητική αποταμίευση, (οι ανείσπρακτοι), αλλά και σε αυτή την περίπτωση, πού είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί, η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Αλλιώς η τόνωση της ρευστότητας γίνεται με δανεισμό ή την κοπή νομίσματος. Το δεύτερο αποκλείεται λόγω Ευρώ και Ε.Ε. οπότε μένει το πρώτο.
-Στοιχεία Κεϋνσιανής πολιτικής μπορούν να υιοθετήσουν χώρες της Ε.Ε. στις σημερινές συνθήκες ύφεσης. Ήδη το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο σταθερότητας έχει σημαντικά ελαστικοποιηθεί κι άρα επιτρέπει κάποιες κεϋνσιανές παρεκκλίσεις. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο και σε περιορισμένο ακόμα βαθμό, χρειάζεται να το επιτρέπει η γενική δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας. Η Ελλάδα σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος έχει από καιρό εξαντλήσει όλα τα περιθώρια της ελαστικής εφαρμογής του πλαίσιου σταθερότητας της Ε.Ε. Και δεν μπορεί άλλο να επωφεληθεί. Είναι υποχρεωμένη να περιοριστεί στα Ευρωπαϊκά προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής στήριξης (STAGE, EΣΠΑ κλπ.) ή να αποτολμήσει ένα βήμα ακόμα στη διεύρυνση του δημόσιου χρέους με απρόβλεπτους κινδύνους.
– Η πράσινη ανάπτυξη τέλος είναι αυτή πού σίγουρα μπορεί να περιμένει. Δεν την βιάζει κανείς. Μπροστά μας έχουμε την ύφεση. Έγινε μια προσπάθεια να ανατεθεί στους οικολόγους πράσινους που, ανυποψίαστοι οι ίδιοι για τη σκοπιμότητα της πρότασης, είπαν, για δικούς τους λόγους, όχι. Έτσι αναγκαστικά παραμένει στην ευθύνη της κυβέρνησης πού πέρα από τα γενικόλογα δεν έχει ούτε σχέδιο ούτε την οικονομική δυνατότητα να κάνει κάτι. Θα μπουν μερικά φωτοβολταϊκά και κάποιες ανεμογεννήτριες και θάχουμε να λέμε.
Στον τομέα της οικονομίας λοιπόν η κυβέρνηση θα βαδίσει την πεπατημένη. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η παρεμβατικότητα που ευαγγελίζεται δεν υπάρχουν οι όροι να ασκηθεί. Τα ελλείμματα δεν θα αποτελούσαν πρόβλημα αν δεν υπήρχε το υπέρογκο δημόσιο χρέος πού είναι αναπόφευκτο, εκεί πού έχουν φθάσει τα πράγματα, να αυξάνεται συνεχώς. Όχι όμως στη βάση ανοιχτών παρεμβατικών πολιτικών στην οικονομία (κατά τα Αμερικάνικα πρότυπα). Αλλά στο βαθμό μόνο που επιβάλλεται από την ανάγκη κάλυψης των ελλειμμάτων. Όσο κι αν το πλαίσιο σταθερότητας έχει ελαστικοποιηθεί απέχει πολύ από το να επιτρέπει οποιαδήποτε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική κι ιδιαίτερα σε χώρες σαν την Ελλάδα.
Η Ελλάδα έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στο κλαμπ των ελλειμματικών και υπερ-χρεωμένων Κρατών και δεν πρόκειται, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, να βγει από αυτό. Μάλλον θα πρέπει να δει το γκρίζο μέλλον της με αυτό πλέον το δεδομένο. Και να πάψει να τρέφει αυταπάτες για την όποια άμεση πολιτική έξοδο από την κρίση. Κι η καλύτερη πολιτική διαχείριση πλέον δεν αρκεί, όσο αναγκαία κι αν είναι. Είμαστε στο σημείο όπου τα οικονομικά μόνο στο επίπεδό τους μπορούν να απαντηθούν, όσο και όπως μπορούν. Και όπου στην πολιτική αντιστοιχούν τα λιγότερα από κάθε φορά να κάνει.

Τελευταίο κρίσιμο σημείο για την νέα κυβέρνηση είναι η στάση της στα Εθνικά ζητήματα πού από ότι φαίνεται ανοίγουν πάλι. Γύρω από αυτά όμως θα μιλήσουμε με άλλα κείμενα λίαν προσεχώς.

26-10-09
Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό