Ο Ελληνικός φιλορωσισμός
Και το τέλος εποχής για την Ρωσία

Ο

Κυπριακό 1974 : πρόβλημα εισβολής και κατοχής.
Ουκρανία 2022 : πρόβλημα εισβολής και κατοχής (εν δυνάμει).
Στο πρώτο ζητάμε ενεργή υποστήριξη των ξένων δυνάμεων, στο δεύτερο, κατά πλειοψηφία ( 60-70%), προτιμούμε την μη ανάμειξη της Ελλάδας στο Ουκρανικό πρόβλημα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αντιφάσκουμε, σαν κοινωνία, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό συνιστά πλέον τον κανόνα.
Ιστορικά κινούμαστε συνεχώς μέσω αντιφατικών επιδιώξεων.
Και είναι απορίας άξιον πως γίνεται και αποφεύγουμε τελικά, μέχρι τώρα, μερικές άκρως αρνητικές εξελίξεις που θα άλλαζαν ριζικά την πορεία της χώρας μας.

Με το θέμα π.χ. της ένταξής μας στο Δυτικό κόσμο δεν έχουμε ακόμα συμφιλιωθεί σαν κοινωνία. Θα προτιμούσαμε να ανήκουμε σε κάποια…. αφηρημένη Ανατολή. Το «ανήκουμε στη Δύση» συνεχίζει να μας ενοχλεί. Πολύ περισσότερο, δεν έχουμε συμφιλιωθεί με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ.
Ακόμα και σήμερα, που αναπτύσσεται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Βόρειας Ευρώπης και της Βαλκανικής, έντονα η τάση της ένταξης σε υπερεθνικούς οργανισμούς (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), εμείς επιμένουμε να «κινούμαστε στο αντίθετο ρεύμα», να κυριαρχούμαστε δηλ. από ένα πνεύμα αντι-Δυτισμού, αντι-Αμερικανισμού, αντι-Ευρωπαϊσμού και αντι-ΝΑΤΟισμού.
Δεν είναι καθόλου μακριά μας και το δημοψήφισμα του 2015 (επί ΣΥΡΙΖΑ), κατά το οποίο υπερψηφίστηκε με 62% η έξοδος από την Ε.Ε. (άλλο αν δεν υλοποιήθηκε, ωστόσο έκφραζε κάτι πολύ συγκεκριμένο).

Ο σύγχρονος, λοιπόν, Έλληνας του 21ου αιώνα παραμένει κατά πλειοψηφία, αντι-δυτικός, αντι-Ευρωπαίος και αντι-Αμερικανός. Ωστόσο, ζητά από τους Αμερικανούς μια προνομιακή μεταχείριση της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία , όντας αντίθετος με οποιαδήποτε στρατιωτική διευκόλυνση προς τις ΗΠΑ. Το ίδιο και με τους Ευρωπαίους, από τους οποίους ζητά τεράστια δάνεια για την αντιμετώπιση της κρίσης, ποικίλες επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις έργων και έμπρακτη υποστήριξη επί των εθνικών θεμάτων χωρίς καμία δική του επίδειξη φιλο-Ευρωπαϊκού πνεύματος.

Πίσω από τα πολλά αντί, πίσω από τους πάγιους και παραδοσιακούς αρνητικούς προσδιορισμούς της, η Ελληνική κοινωνία έχει να επιδείξει και θετικές αναφορές. Προς κάθε τι π.χ. το Ανατολικό και το Ορθόδοξο Χριστιανικό. Μέσα από αυτά τα δύο (και βέβαια τα πολλά αντί) ορίζεται θετικά και απέναντι στον Πούτιν και την Ρωσία. Για την Ελληνική κοινωνία ο Πούτιν είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στον κόσμο. Αυτό λένε οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Και είναι εντελώς παράξενο πώς ένας τόσο αυταρχικός ηγέτης και μια τόσο ανελεύθερη κοινωνία με εντελώς απαράδεχτη κοινωνική δομή (με ολιγάρχες και προνομιούχους καθεστωτικούς) να συγκινεί τόσο πολύ τους Έλληνες. Κι όμως συμβαίνει.

Στον φιλο-Ρωσισμό τώρα δεν πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο οι ανοιχτές υποστηρίξεις προς τον Πούτιν και την Ρωσία, αλλά και όλες οι έμμεσες υποστηρίξεις προς αυτούς. Έτσι η θέση της ουδετερότητας στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι μια έμμεση φιλορωσική θέση, όπως και κάθε γενική και αόριστη φιλειρηνική θέση που δεν καταδικάζει τον Ρώσικο επιθετισμό.
Η θέση της ουδετερότητας έχει απασχολήσει την Ελλάδα όλες τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Είναι η γνωστή αντίθεση ανάμεσα στο Παλάτι και τον Βενιζέλο. Σε όλη την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου οι Βασιλικοί έθεταν το ζήτημα της συμμαχίας με την Γερμανία μέσα από την θέση της ουδετερότητας. Ποτέ ανοιχτά.
Και το όλο θέμα των συμμαχιών, με ποια πλευρά δηλ. θα πηγαίναμε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν δευτερεύον, ήταν αυτό που καθόρισε την μοίρα της Ελλάδας και τα σημερινά της σύνορα.

Το θέμα της ειρήνης που αναδεικνύεται και προτάσσεται σε κάθε πόλεμο έχει οπωσδήποτε μεγάλη σημασία. Σε κάθε όμως πόλεμο υπάρχει αυτός που τον προκαλεί, που είναι ο επιτιθέμενος, γεγονός που δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε. Το αίτημα της ειρήνης όταν μπαίνει σαν ένα ηθικό μόνο πρόταγμα (πόλεμος – ειρήνη) απογυμνωμένο από κάθε καταδίκη και απόδοση ευθυνών, σαφώς λειτουργεί έμμεσα υπέρ του επιτιθέμενου.

Στα δικά μας ιδιαίτερα προβλήματα με την Τουρκία συχνά έχουμε αντιμετωπίσει στάσεις ουδετερότητας και φιλειρηνισμού. Πολλές χώρες τηρούν ίσες αποστάσεις, προβάλλουν την ανάγκη να τα «βρούμε με την Τουρκία» για την διασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή, χωρίς να παίρνουν θέση πάνω στις Ελληνοτουρκικές διαφορές. Γεγονός που μας δυσαρεστεί ιδιαίτερα.

Στο πολιτικό επίπεδο τώρα ο λαϊκισμός είναι γεγονός ότι επανέρχεται μετά την πανδημία, αυτή τη φορά στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής με συνεχείς ιστορικούς συμψηφισμούς με την πολιτική των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα στην Κύπρο, στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ και το Βιετνάμ. Ακραίο και μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη η πορεία αριστερών οργανώσεων προς την Αμερικάνικη πρεσβεία την ώρα της εισβολής των Ρώσων στην Ουκρανία.
Το Αφγανιστάν, η Συρία , η Λιβύη , η Γεωργία και η Αρμενία αποσιωπώνται για ευνόητους λόγους, καθώς δεν προσφέρονται για συμψηφισμούς υπέρ της Ρωσίας. Οι ιστορικές συγκρίσεις, από την μεριά του λαϊκισμού γίνονται, όπως πάντα, εντελώς αυθαίρετα και επιλεκτικά.
Η αντιπολίτευση σύσσωμη επικέντρωσε την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στο θέμα της αποστολής όπλων στην Ουκρανία προτείνοντας μια συμπαράσταση «στα λόγια» χωρίς ουσιαστική ανάμειξη. Στην ουσία πρότεινε μια διπλωματική υπεκφυγή ενάντια σε μια έμπρακτη υποστήριξη μιας ανεξάρτητης χώρας που δέχεται μια στρατιωτική εισβολή.

Κάθε πόλεμος έχει τις ιδιαιτερότητές του, είναι ξεχωριστός.
Η ιδιαιτερότητα του πολέμου στην Ουκρανία είναι ότι δεν υπάρχουν συμβατικές μάχες.
Από τη μια μεριά ο Ρώσικος στρατός οργανωμένος σε κανονική πολεμική διάταξη και από την άλλη διάσπαρτες ομάδες Ουκρανικού στρατού οχυρωμένες μέσα στις μεγάλες πόλεις οργανωμένες για οδομαχίες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι μεγάλες πόλεις μετατρέπονται στο κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Δεν είναι οχυρωμένες με ψηλά κάστρα, όπως παλιά, δεν είναι περίκλειστες. Είναι ανοχύρωτες πόλεις, ανοιχτές, με τεράστιο αριθμό αμάχων που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τις εγκαταλείψουν. Γίνεται φανερό ότι μια προσπάθεια κατάληψης αυτών των μεγάλων πόλεων από την μεριά των Ρώσων με την είσοδο σε αυτές του ταχτικού στρατού θα συνεπάγονταν την εμπλοκή τους σε μια άγνωστη για αυτούς μορφή πολέμου που ίσως επέφερε τεράστιες απώλειες. Ένας ταχτικός στρατός είναι δύσκολο να ανταπεξέλθει στις ανάγκες ενός αντάρτικου πόλεων. Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα για τους Ρώσους (που δεν δικαιολογεί βέβαια την συμπεριφορά τους).
Το δεύτερο αφορά το χαμηλό ηθικό και την ανομοιογένεια των Ρώσικων στρατευμάτων.
Στον τομέα αυτόν οι Ουκρανοί στρατιώτες έχουν ηθική υπεροχή σε σχέση με τους Ρώσους και γιατί είναι εθνικά ομοιογενείς και γιατί υπερασπίζονται την πατρίδα τους σε αντίθεση με τους αντιπάλους- τους που συνιστούν ένα ετερόκλητο μίγμα Ρώσων, Τσετσένων κι άλλων μισθοφόρων από τα βάθη της Σιβηρίας, όπως και επαγγελματιών από τους πολέμους της Συρίας, της Αρμενίας και της Γεωργίας, που δεν έχουν κανένα ιδεολογικό-πατριωτικό κίνητρο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες για τους Ρώσους εισβολείς η μόνη στρατιωτική διέξοδος είναι η πλήρης ισοπέδωση των μεγάλων πόλεων της Ουκρανίας. Η ολοκληρωτική καταστροφή τους με συνεχείς βομβαρδισμούς. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα γίνει δυνατή η κατάληψή τους. Αυτό σημαίνει τεράστιες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, καταστροφή όλων των υποδομών, προσφυγικό κύμα εκατομμυρίων ανθρώπων προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, και μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται να κινείται ο Πούτιν. Ήδη η Μαριούπολη έχει ισοπεδωθεί. Κι έπονται και οι άλλες μεγάλες πόλεις της Ουκρανίας.
Ο Κόσμος διεθνώς παρακολουθεί αποσβολωμένος την συντελούμενη καταστροφή.
Για τη Δύση το πρόβλημα είναι ο περιορισμός του πολέμου στην Ουκρανία, η μη επέκτασή του, να μην φθάσει δηλ. να πάρει διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης ανάμεσα σε Δύση -Ανατολή. Για αυτόν τον λόγο αποφεύγει οποιαδήποτε άμεση στρατιωτική ανάμειξη και επιλέγει διάφορες έμμεσες υποστηρίξεις της Ουκρανικής πλευράς (οικονομικές κυρώσεις, αποστολές ελαφρού οπλισμού, ανθρωπιστική βοήθεια και οργάνωση της υποδοχής εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων). Πρόκειται για μέτρα που παρέχουν σε πολλά επίπεδα μια σημαντική έμπρακτη υποστήριξη στον αγώνα των Ουκρανών, αλλά αδυνατούν να ανακόψουν την καταστροφική προέλαση των ρώσων.

Κάτω από αυτά τα δεδομένα και τους περιορισμούς που θέτει μια προνοητική αντιμετώπιση των εξελίξεων βρισκόμαστε αντικειμενικά σε μια θέση θεατή μιας προαποφασισμένης κατάλυσης ενός κράτους και μιας κοινωνίας που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γενοκτονίας. Ο Πούτιν γύρισε το ρολόι της ιστορίας στην εποχή που ίσχυε, με τον πιο απόλυτο τρόπο, το δίκαιο του ισχυρότερου. Σαν να μην έχει μεσολαβήσει καμιά πρόοδος και εξέλιξη της ανθρωπότητας, να μην έχουν χτισθεί δομές, να μην έχουν θεσπισθεί διεθνείς κανόνες για την επίλυση των κρατικών διαφορών, σαν να μην έχει καθόλου εκπολιτισθεί ο σύγχρονος άνθρωπος, να μην έχουν αλλάξει αρχέγονα ήθη και νοοτροπίες, να μην έχουμε μπει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η αναχρονιστική αυτή θεώρηση των πραγμάτων, από την μεριά της Ρωσίας, δεν μπορεί παρά να πλήξει, στην πορεία, ανεπανόρθωτα το κύρος της.
Αυτή η επιστροφή στην βαρβαρότητα των πολέμων στην ανεπτυγμένη Ευρώπη συνιστά μια τεράστια οπισθοδρόμηση. Οι θεωρίες για ζώνες επιρροής μας γυρίζουν στην εποχή της Γιάλτας και σε πολέμους για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Αμυντικά δόγματα τύπου ΝΑΤΟ είναι κι αυτά ξεπερασμένα. Γεννήθηκαν σε συνθήκες παγκόσμιας πόλωσης και μόνο τεχνητά μπορούν σήμερα να συντηρούνται και να διαιωνίζουν διαχωρισμούς και έχθρες του παρελθόντος. Η Δύση πλέον δεν κινδυνεύει από κανέναν κομμουνισμό και η Ρωσία δεν κινδυνεύει από το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία. Όλα αυτά ανήκουν πλέον στην ιστορία.
Δεν συνιστούν καμία σύγχρονη απειλή.
Ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία οφείλεται σε ιδεολογικά και πολιτικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Δεν σηματοδοτεί καμία νέα εποχή. Ιστορικά θα μείνει και θα καταγραφεί σαν το γεγονός που επισφράγισε την οριστική ρήξη με ότι γνωρίσαμε σαν παγκόσμια μεταπολεμική πραγματικότητα.
Με τον πόλεμο της Ουκρανίας φαίνεται να τελειώνει ένας ιστορικός διπολισμός, να υποχωρεί οριστικά από το διεθνές προσκήνιο και να ανοίγει το δρόμο σε μια άλλη, πραγματικά νέα εποχή με νέες αντιπαλότητες και διαχωρισμούς.

Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό