Για την πολιτική κίνηση «Σπίθα»

Γ

και μια μικρή σκιαγράφηση
του «πολιτικού» Θεοδωράκη

Ήθελε πάντα να έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα. Δεν σίγησε ποτέ, αν και στην πολιτική η σιωπή πολλές φορές είναι «χρυσός».
Ο Μίκης όμως δεν είναι πολιτικός (με την κλασσική έννοια του όρου). Είναι Μουσικός, καλλιτέχνης, μόνο που δεν αφιερώθηκε ποτέ όσο έπρεπε στην τέχνη του. Ανήκει σε μια ειδική κατηγορία καλλιτεχνών με σημαντική παρουσία και προσφορά στον σύγχρονο πολιτισμό. Στην κατηγορία των στρατευμένων καλλιτεχνών. Σε ένα είδος που ο αριθμός του έχει μειωθεί τελευταία δραματικά και που κινδυνεύει με εξαφάνιση. Είναι οι καλλιτέχνες που το έργο τους ταυτίζεται με την πολιτική τους στάση, που δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς αυτήν. Είναι η παράδοση του Μπρέχτ, του Πίντερ, της Βανέσα Ρεντγκρέϊβ, του Αραγκόν, του Νερούντα, του Ρίτσου κλπ. κλπ.

Μπορούμε να πούμε και να γράψουμε πολλά για τον Μίκη. Αλλά θα αυτό-περιοριστούμε σε μια μικρή σκιαγράφηση των πολιτικών του χαρακτηριστικών. Θα εκθέσουμε μερικές σκέψεις, (με αφορμή την τελευταία του κίνηση, την «Σπίθα»), σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται την πολιτική, με ποιο τρόπο εντάσσεται και λειτουργεί μέσα σε αυτή.

Την πολιτική διαδρομή του Μίκη μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους:
Πριν και μετά την μεταπολίτευση.
Η ιστορία των προσωπικών πολιτικών παρεμβάσεων του Μίκη ξεκινά βασικά από την μεταπολίτευση και μετά. Μέχρι τότε ο Μίκης είχε μια ορισμένη συντεταγμένη δράση στο χώρο της Αριστεράς. Τα δεδομένα άλλαξαν σιγά-σιγά, από την διάσπαση του ΚΚΕ και μετά.
Η συμμετοχή του στα πολιτικά πράγματα μέχρι το τέλος της δικτατορίας παρακολουθεί πιστά τις προτεραιότητες και τις επιλογές της Αριστεράς. Την εποχή αυτή ο Μίκης φέρει όλα τα γενικά χαρακτηριστικά των επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών. Η Κομμουνιστική κουλτούρα είναι ισχυρή, απαράβατη και ολοκληρωμένη, δεν αφήνει περιθώρια για διαφοροποιήσεις και προσωπικές πολιτικές. Η ιεραρχία, η συλλογικότητα, η πειθαρχία, σε ότι μορφής αλλοτριώσεις κι αν οδηγούσαν, ήταν από τα βασικά γνωρίσματα των κομμουνιστών, αυτής της περιόδου, που οι ίδιοι έκαναν καθολικά αποδεκτά.

Η συμμετοχή του Μίκη στο Δημοκρατικό Μέτωπο, στη διάρκεια της Χούντας, έγινε πάλι με συντεταγμένο τρόπο και δεν παρουσίασε ουσιώδεις διαφοροποιήσεις (υπήρξαν και εκεί κάποια συμβάντα αλλά όχι τόσο σημαντικά). Η αυτονόμηση γίνεται με την έναρξη της μεταπολίτευσης, με το περίφημο «ή Καραμανλής ή τα τανκς». Κι έκτοτε ακολουθούν κι άλλα, όπως το γνωστό ξέσπασμα το ΄76 ενάντια στα μέλη της ΚΝΕ, που είχε κάνει τότε μεγάλη αίσθηση (τα περί «γενίτσαρων» κλπ.), το ΄78 η ανοιχτή τοποθέτησή του υπέρ του ΚΚΕ, στη διαμάχη με το ΚΚΕεσ («δεν χωρούν στην Ελλάδα δύο ΚΚ, ο λαός αποφάσισε»), οι κατά διαστήματα προσεγγίσεις και προστριβές με το ΠΑΣΟΚ και τον Α. Παπανδρέου, η κυβερνητική συνεργασία με τον Μητσοτάκη, τα φιλειρηνικά ανοίγματα προς την Τουρκία κι η εγκατάλειψή τους, η ευθυγράμμιση με την «συντηρητική» παράδοση της Ελληνικής ιστοριογραφίας, (με ότι αλλοιώσεις και παραχαράξεις συνεπάγεται αυτή), κι η προσχώρησή τελικά στον εθνικιστικό χώρο της «πατριωτικής» αριστεροδεξιάς, όπως αυτή εκτείνεται, τα τελευταία χρόνια οριζόντια από τη Ν.Δ., ως το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ, περιλαμβάνει έντυπα, πρόσωπα και ομάδες του ευρύτερου αριστερού χώρου και φθάνει ως τις παρυφές του ΚΚΕ.
Η περίοδος λοιπόν της αυτονόμησης του Μίκη (από την μεταπολίτευση και μετά) είναι η πιο ενδεδειγμένη για την σκιαγράφηση της πολιτικής του προσωπικότητας.

Είναι πολύ δύσκολο για έναν παρορμητικό χαρακτήρα σαν τον Μίκη να διατηρήσει μια συνέχεια (και συνέπεια) στις πολιτικές του τοποθετήσεις. Αυτές δεν μπορούν παρά να παρουσιάζουν πλήθος αντιφάσεις, ανακολουθίες και κενά. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί ένα πρόβλημα αξιοπιστίας και σοβαρότητας (το οποίο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα τη στιγμή που ο Μίκης αναλαμβάνει την ηγεσία μιας κίνησης). Κάποτε ο Α. Ελεφάντης είχε αναρωτηθεί πώς τράφηκε ένα τέτοιο είδος πολιτικού μέσα στον χώρο της Αριστεράς. Κι αναφέρονταν σε αυτό το στοιχείο της συνεχούς αντιφατικότητας, της ανακολουθίας κι αναθεώρησης θέσεων που χαρακτηρίζει τον Μίκη.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης, από την μεριά του, δεν φαίνεται να κατανοεί ότι υπάρχει κάποιο τέτοιο πρόβλημα. Μέχρι τώρα δεν έχει τοποθετηθεί κριτικά σε σχέση με παλαιότερες θέσεις του. Κι όχι μόνο. Στις μακρές αφηγήσεις του, στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζει ότι είχε πάντα δίκιο (σε όσα επιλέγει να αναφέρεται γιατί υπάρχουν κι αυτά που τα προσπερνά). Και αυτή την πεποίθησή του, ότι είχε πάντα δίκιο, την στηρίζει στο επιχείρημα ότι αυτός ήταν πάντα κοντά στο λαό.

Το όλο θέμα, της πολιτικής συμπεριφοράς του Μίκη στο χώρο της Αριστεράς, αντιμετωπίζεται, όλα αυτά τα χρόνια, με μια αμήχανη φράση: «τι να κάνουμε, έτσι είναι ο Μίκης». Μια φράση που του αποδίδει βασικά το πολιτικό ακαταλόγιστο σε κάθε περίπτωση (με ότι σημαίνει αυτό για ένα πολιτικό πρόσωπο). Έτσι αντιμετωπίστηκε μέχρι τώρα ο Μίκης και έτσι συνεχίζει να αντιμετωπίζεται και τώρα. Ήδη σπανίζουν σε έντυπα και ιστοσελίδες της αριστεράς οι αναφορές στην κίνηση Θεοδωράκη. Ότι κι αν πει ο Μίκης, ότι κι αν κάνει, η ίδια φράση θα τον ακολουθεί. Κι ο ίδιος θα κάνει ότι μπορεί να την επιβεβαιώνει.
Εμείς θα παραβιάσουμε αυτή την συνθήκη. Θα καταλογίσουμε στον Θεοδωράκη ευθύνες γι αυτό που κάνει. Γιατί πιστεύουμε ότι οι περιστάσεις είναι κρίσιμες και ότι το πολιτικά ακαταλόγιστο, σε αυτές ειδικά τις συνθήκες, για κανέναν δεν ισχύει.
Η νέα κίνηση Θεοδωράκη είναι γεγονός ότι δεν αγγίζει τον χώρο της Αριστεράς. Το δείχνουν και οι συγκεντρώσεις. Οι δεσμοί του με αυτήν έχουν προ πολλού διαρρηχθεί. Ο Μίκης έχει « εθνικοποιηθεί», έχει αποκτήσει ένα ευρύτερο Εθνικό ακροατήριο, με το οποίο πλέον διαλέγεται και το οποίο προσπαθεί να εκφράσει. Το πλαίσιο της νέας του κίνησης απευθύνεται σε αυτό το κοινό. Δεν θα μπορούσε ο Μίκης να αναλάβει, στις μέρες μας, μια πρωτοβουλία στο χώρο της Αριστεράς. Δεν του αντιστοιχεί. Έχει πάρει εδώ και καιρό τις αποστάσεις του, κινείται σαν μια ανεξάρτητη προσωπικότητα εθνικού βεληνεκούς. Αυτό είναι που τον φέρνει σε μια στενή σχέση με δυνάμεις, που από άλλο δρόμο, έχουν οδηγηθεί στα ίδια πολιτικά συμπεράσματα με αυτόν.
Ας παρακολουθήσουμε το πλαίσιο της συνάντησης όλων αυτών των δυνάμεων όπως αποτυπώνεται στη δημιουργία της νέας πολιτικής κίνησης.

Η διακήρυξη της νέας κίνησης έχει Εθνικό χαρακτήρα. Μιλάει για Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Πατριωτική Αναγέννηση. Θυμίζει διακηρύξεις του 1974, (Πολυτεχνείο, Διακήρυξη ΠΑΣΟΚ κλπ.) χωρίς όμως να αναφέρεται σε κοινωνικές αλλαγές, σοσιαλισμούς κλπ. Είναι μια διακήρυξη καθαρά Εθνική που «απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες» (χωρίς καμία κοινωνική διάκριση). «Η Ελλάδα ανήκει στην Ελλάδα», είναι ένα από τα συνθήματά της.
Η σημερινή κρίση, κατά τον Θεοδωράκη, συνδέεται βασικά με ξένες επιβουλές και σχέδια από τις ΗΠΑ. Αυτά εκτός από «την Εθνική συρρίκνωση με εδαφικές αποσπάσεις σε Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο» στοχεύουν στην«εξουδετέρωση του ελεύθερου φρονήματος του Ελληνικού λαού, την καταστροφή της γλώσσας, της θρησκείας, και του πολιτισμού». Σημαντικό μερίδιο στην υλοποίηση αυτών των στόχων έχει ο Εβραϊκός παράγοντας (εξ΄ ου και ο αντι-σιωνιστικός χαρακτήρας της κίνησης). Σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση τα πράγματα (παρά τα επιφαινόμενα) είναι πιο σοβαρά. Δεν της αποδίδονται ανθελληνικά σχέδια, όπως στις ΗΠΑ και στο Εβραϊκό λόμπυ, αλλά δηλώνεται ότι στο οικονομικό (που αποτελεί τη βάση της σχέσης μας με την Ε.Ε.) θα αναζητηθούν λύσεις εκτός Ευρώπης, στα πλαίσια άσκησης μιας εθνοκεντρικής πολιτικής….. με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ε.Ε. αλλά θα ασκεί ανεξάρτητη οικονομική πολιτική.

Όλο το πλαίσιο της διακήρυξης έχει «καθαρά» Εθνικό χρώμα. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι που έχει πέσει τελευταία στην αντίληψή μας μέσα από διάφορες συζητήσεις. Από μια πρώτη ματιά, ο λόγος του Μίκη, φαίνεται να επαναφέρει ζητήματα της πρώτης περιόδου της μεταπολίτευσης (εξάρτηση, ιμπεριαλισμός, ανεξαρτησιακά κινήματα κλπ), όλη δηλ. την «αριστερή» ζύμωση εκείνης της περιόδου. Στην ουσία όμως συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Τα ίδια αυτά τα θέματα τίθενται μέσα από άλλο πρίσμα.
Η συζήτηση έχει καθαρά χαρακτήρα Εθνικό. Έχει άλλο νόημα διαμετρικά αντίθετο. Δεν αφορά μιαν «κοινωνική» προσέγγιση των πραγμάτων.
Σε όλη την διάρκεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, τα παραπάνω ζητήματα συνδέονταν αναπόσπαστα με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής. Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η απεξάρτηση, είχαν το νόημα ότι υπηρετούσαν την στρατηγική της μετάβασης στο Σοσιαλισμό. Δεν ήταν απλά ένας όρος για μιαν Εθνική, πατριωτική αναγέννηση. Έχουμε λοιπόν μιαν καθαρά Εθνική αναδιατύπωση παλαιότερων ιδεολογημάτων, όπου η απεξάρτηση περιορίζεται στη διασφάλιση της Ανεξαρτησίας και στα ζητήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας («λαϊκής κυριαρχίας»).

Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά επιστροφή στα παλιά, στο μεταπολιτευτικό δηλ. κλίμα, όπως δίνεται η εντύπωση αρχικά. Υπάρχει επιστροφή σε άλλα πράγματα. Η κίνηση είναι καθαρά εθνικού περιεχομένου με δανεικά στοιχεία από όλη την μακρόχρονη διαδρομή του Ελληνικού Εθνικισμού. Το Ελληνικό έθνος, με όλες τις «ιερές» του παραδοχές (εθνική ιστορία, εθνική παράδοση, εθνική θρησκεία, εθνικές διεκδικήσεις, εθνική πολιτική και ιδεολογία, εθνική κουλτούρα) αποτελεί την βάση στην εκφορά του ιδεολογικού λόγου της κίνησης. Η έννοια του Ελληνικού λαού επαναφέρεται με την έννοια του «περιούσιου», του εκλεκτού λαού που βρίσκεται στο επίκεντρο διεθνών μεθοδεύσεων. Η διέξοδος αναζητείται στην προοπτική της πατριωτικής αναγέννησης, της ανασύνταξης της Εθνικής ιδεολογίας, που βρίσκεται σε υποχώρηση.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται όλη η προβληματική Θεοδωράκη. Είναι πράγματα χιλιο-ειπωμένα, καθ’ ότι συνιστούν την κυρίαρχη ιδεολογία σε όλες της τις αποχρώσεις και εκδοχές. Πρόκειται για «δουλεμένα» θέματα από τους πάσης φύσεως ιδεολογικούς μηχανισμούς, και εξαντλημένα, κατά κάποιο τρόπο. Μπορεί ο Θεοδωράκης, και οι περί αυτόν, να έχουν την αίσθηση του νέου, ότι υπερασπίζονται μια νέα υπόθεση. Αυτό αφορά την δική τους (όψιμη) οργανική ένταξη, δεν έχει να κάνει με την ιστορία αυτών των ιδεολογημάτων, που είναι πολύ παλιά. Στην ουσία καταπιάνονται με παρωχημένα, από κάθε άποψη, ζητήματα Εθνικής ιδεολογίας και πολιτικής.

Για πολλά πράγματα όταν φθάνει το τέλος, όταν κλείνει ένας ιστορικός κύκλος στη ζωή τους, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο για μια νέα αρχή. Δεν γνωρίζουμε αν κάτι τέτοιο θα συνεχίσει να ισχύει για τον Ελληνικό Εθνικισμό, που από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους αναπαράγεται διαρκώς με νέες μορφές. Το βέβαιο είναι ότι η μορφή με την οποία λειτούργησε στην νεότερη περίοδο της μεταπολίτευσης έχει αγγίξει, εκ των πραγμάτων, ένα όριο. Η Ελληνική κοινωνία είναι υποχρεωμένη, στα επόμενα χρόνια να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τους ιδεολογικούς της αναχρονισμούς. Αν δεν μπορέσει να το κάνει θα βρεθεί με τον πιο βέβαιο τρόπο στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων.

Η σύγχρονη Ελλάδα της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από μια κεντρική αντίφαση: Από τη μια έχει μια σταθερή πορεία θεσμικής ενσωμάτωσης σε όλες τις δομές του Δυτικού κόσμου (όσο ελάχιστες χώρες) κι από την άλλη εσωτερικά κυριαρχείται από ιδεολογήματα τριτοκοσμικά, ανεξαρτησιακά, αντι-δυτικά.
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που ολοκλήρωσε την ένταξή της στις υπάρχουσες υπερεθνικές δομές και μάλιστα σε χρόνο, που κατά κοινή ομολογία, δεν της αντιστοιχούσε. Δεν συμμετέχει απλώς στην Ε.Ε. αλλά στον πυρήνα των αναπτυγμένων Ευρωπαϊκών Κρατών (Ευρωζώνη). Από αυτή την άποψη έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες που διεκδικούν επίμονα να φθάσουν στο επίπεδο που βρίσκεται θεσμικά σήμερα η Ελλάδα.
Η Ελληνική κοινωνία, από την άλλη, δεν έχει καμιά αίσθηση της θέσης της διεθνώς. Αδυνατεί να παρακολουθήσει τις Ευρωπαϊκές εξελίξεις. Δεν μπορεί και δεν θέλει να δει τον εαυτό της σαν μια Ευρωπαϊκή χώρα. Πολύ περισσότερο αδυνατεί να κατανοήσει την νέα οικουμενική εποχή.
Η Εθνική της ιδεολογία δεν της το επιτρέπει. Το θέμα ανάγεται στην ιστορική συγκρότηση της Νεοελληνικής ταυτότητας. Όλος ο μύθος της συνέχειας, της πολιτισμικής αυτάρκειας, της υπεροψίας, του Εθνικού ναρκισσισμού έχει διαποτίσει κοντά δύο αιώνες την Ελληνική κοινωνία. Έχει τροφοδοτήσει, και συνεχίζει να τροφοδοτεί τον Ελληνικό Εθνικισμό σε όλες του τις εκφάνσεις. Μέσω αυτού η Ελληνική κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να αντικρίσει την πραγματικότητα.
Κάθε μετεξέλιξη της Εθνικής ιδεολογίας έδινε και συνεχίζει να δίνει τον τόνο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Είναι αυτή που επισκιάζει τα πάντα.
Σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης οι εσωτερικές διαμάχες περιστρέφονταν γύρω από το ιδεολόγημα της Ανεξαρτησίας. Το Ανεξαρτησιακό στοιχείο προσδιόριζε και το Εθνικό. Έγινε η σημαία του Εθνοκεντρισμού. Ανοίχτηκαν νέα μέτωπα ενάντια στην ενδοτικότητα και τον υποχωρητισμό. Όποιος παραβίαζε την αρχή της εθνικής αδιαλλαξίας ήταν ενδοτικός.
Η Ελληνική κοινωνία έμεινε το 2011 να διεκδικεί την Εθνική της Ανεξαρτησία. Από ποιους; Από τους πιστωτές της αυτή τη φορά.
Αυτές οι εξαρτήσεις όμως δεν μας επιβλήθηκαν, προέκυψαν με δική μας ευθύνη. Και η «απεξάρτηση» εδώ δεν γίνεται με απελευθερωτικούς αγώνες.
Πέρα ακόμα από το συγκεκριμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία, το γενικό πρόβλημα της εξάρτησης σήμερα είναι ταυτόσημο με την έννοια της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Ζούμε πλέον σε ένα κόσμο αλληλο-εξαρτημένο όπου είναι εντελώς παρωχημένο να συζητάμε για εθνικές στρατηγικές εξόδου από το πλέγμα των διεθνών εξαρτήσεων. Το πρόβλημα της στρατηγικής για τα σύγχρονα κινήματα δεν τίθεται με κανέναν τρόπο σε Εθνική βάση.
Το όλο ζήτημα έχει ξεφύγει από τα παλιά μέτρα και σταθμά. Την παλιά πολιτική θεωρία. Υπάρχει μια εντελώς νέα ιστορική φάση που οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε. Η φάση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της παγκοσμιοποίησης των προβλημάτων, της συγκρότησης οικουμενικών πολιτικών. Στον αντίποδα αυτής της ιστορικής εξέλιξης παρατηρείται μια τάση για πρόσδεση σε παλιά εθνικά κινήματα και πολιτικές. Τίποτα πιο αναχρονιστικό κι αναντίστοιχο με την νέα διεθνή πραγματικότητα.
Η Αριστερή πολιτική σήμερα, εκ των πραγμάτων, παίρνει άλλο νόημα. Ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο διεθνοποίησης της δράσης της Αριστεράς. Το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής, η νέα οικουμενική πολιτική κουλτούρα των κινημάτων του 21ο αιώνα είναι το μεγάλο ζητούμενο, η σχέση με την παλιά «εθνική» πολιτική θεωρία, τα σημεία ρήξης με αυτήν και συνέχειας. Ένα δημιουργικό πεδίο αναζητήσεων και διαλόγου στο οποίο ο κόσμος της Αριστεράς είναι ανάγκη να προσχωρήσει το συντομότερο.

Η πρωτοβουλία Θεοδωράκη είναι φανερό ότι κινείται σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Επαναφέρει το ζήτημα της Εθνικής πολιτικής, της ανάπτυξης ενός Εθνικού κινήματος, βασισμένου πάνω στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού. Επιχειρεί να αναβιώσει εποχές ανάτασης του Ελληνικού Έθνους καλλιεργώντας την ιδέα μιας διεθνούς συνομωσίας που εξυφαίνεται ενάντια σε ότι πολιτισμικά εκπροσωπεί η σύγχρονη Ελλάδα. Καλεί τον Ελληνικό λαό να αυτοπροσδιοριστεί εθνικά και να υπερασπισθεί την ιστορία του, την θρησκεία, τις παραδόσεις, το εθνικό του φρόνημα, τις εθνικές του παρακαταθήκες και αρετές. Είναι εντυπωσιακό το πόσο χρόνο διαθέτει στις ομιλίες του ο Μίκης για να αποδείξει την ύπαρξη ενός διεθνούς σχεδίου καταστροφής της Ελλάδας.
Η όλη τοποθέτηση μόνο στην υπόθεση της απόκτησης μιας νέας αυτογνωσίας δεν συνεισφέρει.

Το πλέον παράδοξο, στην όλη υπόθεση, είναι ότι σε αυτήν την κίνηση εκείνος που βρέθηκε να πρωτοστατεί είναι ο Μίκης Θεοδωράκης που (θεωρητικά) θα μπορούσε να ηγείται σήμερα, με βάση το οικουμενικό μουσικό του έργο και το εκτόπισμά του, σε εντελώς άλλες κινήσεις με ευρύτερο διεθνές και σύγχρονο περιεχόμενο.
Αλλά όλα είναι δρόμος. Και για τον Μίκη υπήρξε μια βαθμιαία μετατόπιση από τον χώρο της Αριστεράς προς έναν νοητό Εθνικό χώρο, που ενώ φαίνονταν ότι ήταν μια κίνηση προς κάτι ευρύτερο κατέληξε στον σημερινό πολιτικό του εγκλωβισμό. Δυστυχώς η «εθνικοποίηση» μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών, με παγκόσμια απήχηση, είναι τελικά, όπως κι αν το πάρει κανείς, σε βάρος του Ελληνικού πολιτισμού, της Ελληνικής ετερότητας, αλλά και των ιδίων των πνευματικών δημιουργών και του κύρους τους.
Στην μετατόπιση αυτή βέβαια, του Μίκη, θα πρέπει κανείς να λάβει υπ΄ όψιν και τη μέγιστη συμβολή της κρίσης της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν ίσως να μην υπήρχε.
Οι δυνάμεις που πλαισιώνουν τον Θεοδωράκη έχουν πλήρη συνείδηση ότι μόνες τους δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ο Θεοδωράκης τους έδωσε υπόσταση, τους πρόσφερε μια διαδικασία όπου ο καθένας «εισοδιστικά» θα επιχειρήσει να «παίξει». Αυτό περιλαμβάνει διάφορες πολιτικές κακοφωνίες και φάλτσα, μια «εθνική ανομοιογένεια» που δύσκολα μετατρέπεται σε πολιτική ενότητα. Ο χώρος βασικά θα πορευθεί με ιδεολογικούς όρους. Πολιτικά θα παραμείνει ανομοιογενής και ετερόκλητος. Το λεγόμενο «εθνικό ακροατήριο» έχει κι αυτό τις παθογένειές του. Εύκολα το χειρίζεσαι ιδεολογικά αλλά πολύ δύσκολα το προάγεις πολιτικά (αν βέβαια θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο). Γιατί στην περίπτωση της κίνησης Θεοδωράκη αυτό που προέχει δεν είναι η κατανόηση της νέας πραγματικότητας (κι άρα η ανάδειξη μιας νέας πολιτικότητας) αλλά η αντιπαράθεση με αυτήν ιδεολογικά.

Ο χώρος που εκπροσωπεί η κίνηση Θεοδωράκη έχει αρκετές δυνάμεις. Από την άλλη «μπάντα» τα πράγματα, από άποψη συσχετισμών, είναι πιο περιορισμένα, αλλά υποκειμενικά πιο αξιόλογα, και προσφέρονται για πολιτικές συγκλίσεις, σε μια δεύτερη φάση. Η αναμέτρηση θα κριθεί σε πολλά επίπεδα και βασικά στο επίμαχο ζήτημα του ποιος θα έχει με το μέρος του τις εξελίξεις.

Μήλιος Χρ.

ΥΓ.
Είμαστε μάρτυρες, τις τελευταίες μέρες, μιας επίθεσης του ΚΚΕ ενάντια στη κίνηση Θεοδωράκη. Σίγουρα κάτι τρέχει. Δεν είναι μυστικό ότι ένα σημαντικό μέρος της βάσης του ΚΚΕ «ζυμώνεται» σε ανάλογη κατεύθυνση. Κάπου στο κείμενο μιλάμε για ένα αριστεροδεξιό εθνικιστικό τόξο που διαπερνά οριζόντια όλους τους πολιτικούς χώρους. Οι νέες διαχωριστικές γραμμές βρίσκονται υπο εξέλιξη. Διαμορφώνονται γοργά μέρα τη μέρα. Ένα νέο πολιτικό τοπίο κυοφορείται στην Ελλάδα και Διεθνώς.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό